Δευτέρα, Ιουλίου 25, 2005

Δεν αλλάζω τα ηχεία μου



Ένα τύπος με μεγαλοπρεπές όνομα και υπέροχες, τεράστιες, κατάμαυρες βλεφαρίδες, με προμήθευσε με Στέρεο Νόβα στην ηλικία των 18 (και κάτι ψιλά για τσιγάρα). Από κει το έπαθα, που λένε.

Κι εγώ δεν άλλαξα ούτε τα ηχεία μου ούτε τίποτε άλλο. Κι όταν ακούω αυτό το κομμάτι, γυρνάω σε κείνη τη ζεστή γωνιά που ήταν για μένα η μουσική τους με κλειστά μάτια.

Μάλλον είμαι ακόμα όπως όταν γνώρισα εκείνον τον τύπο. Χαζεύω τα μάτια του άλλου χωρίς να έχω λόγο. Απλά γιατί έτσι μου αρέσει.

Κάτι σαν συνομωσία ξεκίνησε από το πρωί, όπου σε φάση εκδρομής δημοτικού ξεκινήσαμε να πάμε στην εξοχή. Η εξοχή που όλα τα ομορφαίνει...κι όλα τα απομακρύνει. Σε μια διαδρομή που κύλησε πολύ γρήγορα και γέμισε κουβέντες και γέλια (εκτός από ψίχουλα στο πίσω κάθισμα).

Στον γυρισμό, ο ήλιος έπεφτε μεγαλειωδώς – λίγο αργότερα κάπου πετύχαμε και φεγγάρι, φαγωμένο στην άκρη και κόκκινο ανοιχτό. Όλα έμοιαζαν μεγάλα, λες και τα κοιτάς κάπως περίεργα μέσα από ένα μπουκάλι λεμονάδας Έψα – τα αισθήματα, οι σκέψεις, τα βλέμματα, κυρίως αυτά που δεν ειπώθηκαν, αλλά έμειναν υποσημείωση ανάμεσα στις ορτανσίες και τα παϊδάκια (και τις πιπεριές που έφαγαν οι τολμηροί της ομάδας). Μετά, είδα τον πλάτανο ανάποδα (όπως συνηθίζω να βλέπω τα περισσότερα πράγματα) και ήθελα να τον πάρω μαζί μου, αλλά δεν τα κατάφερα. Όποιος έχει κοιμηθεί κάτω από πλατάνια, δίπλα σε ποτάμι, σε κάποιο χωριό, καταλαβαίνει...ότι εκείνη τη στιγμή, στο αεράκι που φυσά μέσα από τα φύλλα, κάποιος σου μιλάει...το duende του δέντρου...

Κι όταν γυρίζεις από μια μέρα τόσο γεμάτη, αυτά στα οποία γυρνάς είναι κάπως άχρωμα...κάπως χωρίς πλατάνια, εκτός διάστασης. Γενικά, κάπως περίεργα. Είναι και Δευτέρα....

Αέρα νάσαι τιμωρός
νάσαι και παιχνιδιάρης
κι αν βαρεθεί η ψυχούλα μου
νάρθεις να μου την πάρεις
για να κοιτάει από ψηλά
του κόσμου τη ραστώνη
να ξεχαστεί σαν των βουνών
το περσινό το χιόνι

Παρασκευή, Ιουλίου 22, 2005

Τίποτα περισσότερο




Αγκάλιασέ με
και μείνε εδώ για λίγο
ξέχνα πως ποτέ δεν αγαπήθηκες
πως ποτέ δεν αγάπησες
ξέχνα αυτές τις λέξεις
κοιμήσου επάνω μου
αντέχω αυτό το βάρος
μη φοβάσαι
δε θα σ'αγαπήσω
δε ζητώ τίποτα περισσότερο από σένα
ξέρω ότι κι αν κάτι μου δώσεις
δεν θα το πάρω
κι αν το πάρω θα το ισοπεδώσω
όπως ένα βήμα τσακίζει το λουλούδι
δίχως ενοχή
κανένας δεν μου ανήκει
κι οι εραστές ένα δάνειο είναι
που πρέπει να επιστραφεί
μια χούφτα νερό που σώνεται στα χείλη

(Μιχάλης Δέλτα)

Πέμπτη, Ιουλίου 21, 2005

Ο φόβος φυλάει τα έρμα



Έχετε νιώσει ποτέ ότι ο φόβος είναι αυτός που καθορίζει τη ζωή σας; Ότι οι αποφάσεις σας λαμβάνονται για λόγους αρνητικούς και όχι θετικούς; Δεν κάνουμε δηλαδή πράγματα επειδή τα θέλουμε, τα γουστάρουμε, αλλά επειδή φοβόμαστε ότι αν δεν τα κάνουμε θα χρειαστεί να υποστούμε τις συνέπειες. Φοβόμαστε να βγούμε από μια σχέση επειδή φοβόμαστε τη μοναξιά, φοβόμαστε να ξεκινήσουμε μια σχέση επειδή φοβόμαστε την απόρριψη ή την αποτυχία, φοβόμαστε να πούμε τη γνώμη μας μήπως πούμε καμία μαλακία, φοβόμαστε τη μαμά μας επειδή δεν έχουμε παντρευτεί ακόμα και τον μπαμπά μας αν του πούμε ότι βρήκαμε τον άντρα της ζωής μας. Και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό.
Όταν ήμουν μικρή η γιαγιά μου με απειλούσε «μη γελάς πολύ, θα σου βγουν τα γέλια ξινά.» Και έπαψα να γελάω πολύ. Όταν χώρισα από τον πρώτο μου γκόμενο κι είχα πέσει στα μωσαϊκά, η κολλητή μου, μου είπε ότι ο πρώην καλός μου με άφησε επειδή τον ρώτησα αν με αγαπάει και τον τρόμαξα. Κι έπαψα να ρωτάω τους εκάστοτε γκόμενους αν μ’ αγαπάνε μην τυχόν και τους τρομάξω. Στην πορεία βέβαια ανακάλυψα ότι οι άντρες τρομάζουν με το παραμικρό...
Καμιά φορά, φοβόμαστε και τους φίλους μας. Φοβόμαστε μήπως αντί να μας αγκαλιάσουν, μας κατακρίνουν, βγάλουν πάνω μας ό,τι δεν έχουν λύσει οι ίδιοι. Ίσως καμιά φορά να μην τους λέμε και τα πολύ σώψυχά μας, γιατί δεν γουστάρουμε να ακούσουμε κάτι αρνητικό. Θεμιτό; Ναι – θα μου πεις, τι σόι φίλοι είναι; Αυτό είναι άλλη συζήτηση. Πιθανόν το ένα να μην αναιρεί το άλλο. Κι αυτό είναι κάτι που κατακτιέται και δεν είναι αυτονόητο... ίσως και να φοβάμαι να τα μοιραστώ, γιατί άπαξ και αρθρωθούν, αποκτούν μια αδιαμφισβήτητη υπόσταση που με αναγκάζει να τα αντιμετωπίσω....
Πριν χρόνια, φοβόμουν να πω στον αδερφό μου τα τότε προσωπικά μου, μήπως με πει ανισόρροπη (που με λέει) και μου φέρει τίποτα στο κεφάλι (το έχω γλιτώσει προς το παρόν). Τελικά με εξέπληξε με την ψυχραιμία του (το κήρυγμα βέβαια δεν το γλίτωσα, αλλά γι’αυτό είναι τα αδέρφια) και δεν φοβήθηκα πια να του μιλήσω για ο,τιδήποτε. Εξάλλου, γουστάρω πολύ να διαφωνώ μαζί του (old habits die hard…)
Καμιά φορά φοβόμαστε τόσο πολύ, που κάθε κίνηση προσέγγισης παραλύει μέσα μας πριν καν πραγματοποιηθεί. Γίνεται απολίθωμα και περιμένει κάποιον να το ανακαλύψει. Ίσως γιατί κάθε προσέγγιση του Άλλου είναι εξίσου τρομακτική με μια βόλτα στη Σελήνη – ο Άλλος είναι πάντα προς εξερεύνηση και αυτό θέλει τόλμη, γιατί η απόρριψη είναι μέσα στις επιλογές...υπάρχουν άνθρωποι που δεν κοιτάνε καν στα μάτια επειδή φοβούνται το βλέμμα που θα συναντήσουν.
Φοβάμαι μήπως έχω πάρει λάθος δρόμο....έχω πάρει αποφάσεις στη ζωή μου επειδή φοβάμαι ότι θα ξυπνήσω ένα πρωί μετά από χρόνια και θα φασκελώνω τη φάτσα μου στον καθρέφτη που άφησα κάποιες ευκαιρίες να περάσουν στο ντούκου.
Αν με ρωτήσετε, δε θεωρώ ότι είμαι δειλή. Αλλά φοβάμαι τόσα πράγματα που συχνά νιώθω φυλακισμένη από το φόβο. Φοβάμαι τη φωτιά, τη στειρότητα, τις αρρώστιες, την απομόνωση, τον πόνο. Ο μεγαλύτερος μου φόβος είναι η μοναξιά: ότι θα γεράσω μόνη σε μια γκαρσονιέρα με 10 γάτες. Το φοβάμαι τόσο πολύ που δεν φροντίζω να απολαύσω το γεγονός ότι τώρα ζω περιτριγυρισμένη από ανθρώπους που με αγαπάνε. Στην ουσία, φοβάμαι τον ίδιο το φόβο. Αλλά είναι τόσο τρομαχτικός!
Πρόσφατα κάποιος μου είπε ότι η πιο σαχλή ερώτηση που μπορεί να κάνει μια γυναίκα σε έναν άντρα είναι: «Τι σκέφτεσαι;». Προσπαθώντας να φανώ άνετη είπα ότι ακόμα πιο σαχλή είναι η ερώτηση: «Μ’ αγαπάς;» Ξέρω ότι το να ρωτάς τους ανθρώπους αν σε αγαπούν δείχνει χαμηλή αυτοεκτίμηση. Δείχνει ότι ψάχνεις να βρεις στην αγάπη τους όσα δεν έχεις βρει στον εαυτό σου. Δείχνει ότι συναισθηματικά είσαι ακόμα παιδί. Εγώ όμως θέλω τόσο πολύ να ξέρω αν μ’ αγαπάς που τολμάω να σε ρωτήσω. Διακινδυνεύοντας να λάβω αρνητική απάντηση. Διακινδυνεύοντας το μεγαλύτερό μου φόβο. Τη μοναξιά.

I'm trying, trying to tell you
All that I can in a sweet and velvet tongue
But no words ever could sell you
Sell you on me after all that I have done

I'm only the one you love
Am I only the one you love?





Lady Elle σε αγαστή συνεργασία με την Μαρκησία του Ο.

Is she weird, is she white....



Κατεβαίνοντας τον δρόμο για Μπρίκι:
Υou’ll follow me back
With the sun in your eyes
And on your own
Bedshaped and legs of stone
You'll knock on my door
And up we'll go
In white light
I don't think so


Ανεβαίνοντας από το Μπρίκι (πήρα την A.V. από τα everest στη γωνία):
I wanna change, change everything
Gonna change my name, learn to forgive
Love passes me by in all the wrong places
Love passes me by, I'll lose my way


Η μουσική παίζει τόσο δυνατά, που νομίζω ότι ακούγεται παντού.
Αρχίζω και τραγουδάω μέσα στο δρόμο, δεν με νοιάζει αν ακούγομαι.
Ανατριχιάζω από τα δάχτυλα των ποδιών μέχρι τα μαλλιά μου – ένα ρίγος που νιώθεις όταν ακούς μια φράση που ακόμα δεν αντέχεις, ένα τραγούδι που κανείς άλλος δεν μπορεί να καταλάβει, ένα βιβλίο που γυρνάς συνέχεια σε αυτό.
Δεν είναι παρηγορητικό όταν ακόμα μπορούμε να ριγούμε...κι όταν αυτό το συναίσθημα δεν μπορεί να περιγραφεί, όταν προσπαθείς να πεις σε κάποιον τι σημαίνει για σένα ένα τραγούδι και δεν μπορείς να του εξηγήσεις ότι τη στιγμή που το ακούς, κάτι μέσα σου ανυψώνεται, ραγίζει και δακρύζει από την αλήθεια του. Κάτι μέσα σου έχει τόσο πολύ ανάγκη να ανατριχιάσει...όταν οι άνθρωποι σπάνια σου δίνουν αυτή τη δυνατότητα.

Χτες, ζήτησα να απομακρύνουν το κρασί από μπροστά μου σε μια μάταιη προσπάθεια να κάνω χώρο για τα επόμενα. Τα επόμενα ήρθαν, μαζί με τα γνωστά γέλια της Τετάρτης και νέα που έμαθα από τον έξω κόσμο – ή μάλλον, έναν κόσμο που άφησα και με άφησε...και αργότερα, ύστερα από τις μπύρες, τα γέλια, τις κουβέντες, ήρθε εκείνο το συναίσθημα που είσαι εκεί αλλά κάτι μέσα σου δεν είναι...είναι αλλού. Κι εκείνη είναι πάντα μια καλή στιγμή να αγκαλιάσεις τους φίλους σου και να φύγεις.

Ανίκανος στα δάκρυα και στην ποίηση
Ζητώντας άλλου είδους όραση

Τετάρτη, Ιουλίου 20, 2005

Slow drug in the morning




Υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που δεν είναι σίγουροι αν τους αγαπάνε.
Ναι, κοιτάμε προς τα άστρα και τα ρωτάμε.
Τότε, μερικά κλαδιά σπάνε.
Βάζουμε το δάχτυλό μας κοντά στο στόμα της γάτας και τη ρωτάμε.
Κι ύστερα χτυπάει το τηλέφωνο κι ακούμε σ'αγαπώ.

Αυτό σου έχει συμβεί ποτέ;
Ναι, μου έχει συμβεί. Με έπαιρνε τηλέφωνο και τραγουδούσε, με έβαζε να ακούσω ποιό τραγούδι άκουγε.
Πέρασαν χρόνια.
Πριν βδομάδες, κάποιος με πήρε ξανά και μου είπε ότι μ'αγαπάει. Εκεί που βούλιαζα μαζί με τα ξερόφυλλα στο χώμα.

Μιλάμε, και δεν καταλαβαινόμαστε. Γι'αυτό κοιταζόμαστε. Συχνά και πολύ ώρα.

Και μεις κοιταζόμαστε. Και μιλάμε. Και ξαναμιλάμε και ξανακοιταζόμαστε. Κοίτα με, με πόση άνεση κάνω ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στα όσα μου λες για να μη με αγγίζουν πια. Για να μη με αγγίζουν περισσότερο από οποιαδήποτε συζήτηση που κρατάει πολύ, φτάνει τα όρια της bavarderie χωρίς να τα ξεπερνάει, γιατί είναι γεμάτη πράγματα που μόνο εμείς καταλαβαίνουμε και μπορούμε να γελάμε με αυτά.
Κι όταν θα βγούμε το βράδι, αυτός που θα απλώσει πρώτος το χέρι του για να αγγίζει, δεν θα έχει καμία ευθύνη. Απλά θα γείρει λίγο η ζυγαριά που προσπαθούμε με κόπο να κρατήσουμε στη θέση της.
Κι εγώ θα της δώσω μια κλωτσιά να γκρεμιστεί τελείως.

Τρίτη, Ιουλίου 19, 2005

Πενία τέχνας κατεργάζεται



Και ερωτώ κύριε πρόεδρε: εργάζεται κανείς σε αυτή τη χώρα;

Καμιά φορά νομίζω ότι υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων και εργαζομένων: εκείνοι που εκδίδουν τις πιστωτικές κάρτες κι εκείνοι που τις χρησιμοποιούν. Γιατί η αγοραστική δύναμη είναι αντιστρόφως ανάλογη της ανεργίας. Ή μήπως το αντίστροφο;

Όταν δούλευα και τύχαινε να πάρω καμιά μέρα ρεπό για να κάνω καμιά δουλειά (συνήθως να πληρώσω λογαριασμούς), έβλεπα τόσο πολύ κόσμο να είναι αραχτός στις καφετέριες και να απολαμβάνει ατάραχος τη φραπεδιά του, που δεν ήξερα τι να υποθέσω. Είναι όλοι εισοδηματίες; Είναι όλοι φοιτητές; Είναι όλοι εισοδηματίες αιώνιοι φοιτητές; Έχουν κάνει όλοι πλούσιους γάμους; Κέρδισαν όλοι το τζόκερ, έχουν όλοι έναν πλούσιο θείο που κληρονόμησαν;

Χτες που πήγα για ψώνια με την Lady Elle (βλέπε παρακάτω) κατάλαβα γιατί δεν πεθαίνει ποτέ η Ελλάδα. Γιατί η φτώχεια θέλει καλοπέραση και η πουτανιά φτιασίδι, όπως λέει ο θυμόσοφος λαός μας - ο γνωστός, αυτός που ο τράχηλός του δεν υπομένει ζυγό, που δεν μασάει, που είναι γεννημένος πρώτος (από τους τελευταίους). Γιατί ο Έλληνας μπορεί να μην έχει βρακί στον κώλο του, αλλά δεν θα στερηθεί έναν εξωτικό προορισμό, ένα καλό φαί, ένα σένιο κοστουμάκι : ένα Μπαλί θα το πάει, έναν Χαραλά θα τον χτυπήσει, ένα Αρμάνι θα το τσιμπήσει, ένα καταναλωτικό θα το πάρει προκειμένου να καλύψει τις δύο visa, τις τρεις mastercard (νομίζω οι κάρτες του Carrefour δεν έχουν συνδρομή, αλλά δεν είμαι και σίγουρη). Γιατί μια ζωή την έχουμε βρε αδερφέ! Δεν πρέπει να τη γλεντήσουμε; Τι ψυχή έχει το χρήμα; Τα σάββανα δεν έχουν τσέπες. Μέχρι να τα βάλεις, όμως, έχεις τσέπες και, κατά πως φαίνεται, τρύπιες.

Γιατί μπορεί να είναι καλοκαίρι και μέσα στο καλοκαίρι να θέλουν να περάσουν διάφορα μέτρα για ασφαλιστικά-τράπεζες-ωράριο, τώρα που ο μέσος Ελληνάρας κάνει τα μπάνια του και χέστηκε για το κοινωνικό προτσές, μπορεί να έχουμε έναν από τους υψηλότερους δείκτες ανεργίας στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στις γυναίκες, αλλά όλα αυτά μοιάζουν μικρά όταν κοιτάς από ψηλά, εκεί που πίνεις τον καφέ σου στον Λυκαβηττό (μια φορά πήγα στο καφέ του Λυκαβηττού κι έδωσα 4,5 ευρώ!!! Για να βλέπω το νέφος πανοραμίκ!!) Κι έχουμε και εκπτώσεις! Μην το ξεχνάμε! Γεμάτη η Ερμού από αποκαμωμένους καταναλωτές που ξαπόσταιναν με έναν φρέντο.

Και καλά, θα μου πεις, και σένα τι σε κόφτει κυρία μου; Ανήκεις στον Σύνδεσμο Ελλήνων Βιομηχάνων και σου πέφτει ο δείκτης παραγωγικότητας;

Όχι. Ανήκω στο 23 ή ενδεχομένως και παραπάνω τοις εκατό των άνεργων γυναικών (στα φραγκολεβαντίνικα: in between jobs, ελληνιστί: σε μεταβατικό στάδιο – χωρίς να προσδιορίζεται ανάμεσα σε ποιά πράγματα πραγματοποιείται η μετάβαση), που έχει βαρεθεί να κάνει προσθαφαιρέσεις το κομπόδεμά του (κυρίως αφαιρέσεις), έχει βαρεθεί να πηγαίνει σε συνεντεύξεις, έχει βαρεθεί να μη χωράει πουθενά. Κι όταν τουλάχιστον είσαι άνεργος με φίλους άνεργους, έχει και τα καλά του η υπόθεση. Εν πρώτοις, έχεις άπλετο χρόνο τον οποίο διαθέτεις κατά βούληση. Συνήθως βέβαια δεν έχεις και τα ανάλογα λεφτά, αλλά καλή καρδιά. Πας για ψώνια με τα λεφτά που δεν έχεις (η μέθοδος των σουρεαλιστών: δεν τα έχω που δεν τα έχω, ας τα φάω), διακοπές όπου σε προσκαλούν (μένεις στο τζάμπα), πίνεις χωρίς να σκέφτεσαι ότι πρέπει να ξυπνήσεις την επόμενη μέρα κι όταν κάποιος έχει λεφτά, είναι χαρά για όλους : δεν είναι και λίγο! (τουλάχιστον για μένα, που αρκετές φορές είχα πρόβλημα με hangover στη δουλειά).

Μήπως είναι μάταιο να ψάχνεις για δουλειά; Τόσος κόσμος τριγύρω μοιάζει cool με την κατάσταση. Μήπως βρήκαν όλοι τη λύση και δεν σου την έχει πει κανείς;; (συνέχεια στο επόμενο)
Αυτό σκέφτεσαι - και ότι δεν μπορεί, ρόδα είναι και γυρίζει. Εδώ δικαιώθηκε ο αγώνας του ΠΑΣΟΚ επί Αντρέα, θα μείνει ο δικός σου αδικαίωτος;;

Στρίβουμε χαμηλά στην Ερμού. Μπροστά από την εκκλησία, βλέπω τις ορδές των βαρβάρων να κινούνται απειλητικά. Δεν αντέχω και φωνάζω μέσα στον κόσμο:
Συγνώμη, δουλεύει κανείς σ’αυτή τη χώρα;;;

Παράλογο;;;;
Δεν απαντά.

Στην Ερμού αδερφές μου, στην Ερμού!



Χτες, πρώτη μέρα των εκπτώσεων, μια βόλτα στην Ερμού αρκεί για να πείσει και τον πιο δύσπιστο: δεν είμαστε καλά, δεν έχουμε μυαλό, είμαστε άρρωστοι με τον Zara τον θεό. Ορδές (κυρίως γυναικών) έχουν ξεχυθεί στους δρόμους και εύκολα αναρωτιέται κανείς: Πήραν όλοι το επίδομα ανεργίας και βγήκαν να το φάνε; (τι είναι 329 ευρώ; Ένας Hondos, 2 Zara και κανά παπούτσι, μαζί με καφέ/ μεσημεριανό/ τσιγάρα/ ταξί, τι σου μένει; Τίποτα) Πήραν όλοι ρεπό για ψωνίσουν στις εκπτώσεις; Αφού και τις άλλες μέρες, που δεν είχε εκπτώσεις, πάλι έξω ήταν και ψώνιζαν.

Και καλά εγώ. Εγώ είμαι άνεργη – το ίδιο και η φίλη μου, γι’αυτό και διαθέτουμε τον χρόνο μας όπως θέλουμε και λογαριασμό δεν δίνουμε. Η μία μάλιστα έτυχε να έχει και λεφτά, οπότε σούπερ. Έτσι ξεχυθήκαμε να χαζέψουμε και να ψωνίσουμε (πληθυντικός φιλίας, είπαμε). Περνώντας έξω από το Zara, είδαμε τόσους άντρες που περίμεναν έξω, αποκαμωμένοι στα πεζούλια, με βλέμμα καρτερικό και αθλητικά για περπάτημα που τους λυπηθήκαμε: φαντάσου τι γίνεται μέσα για να προτιμούν να κάθονται έξω στη ζέστη και όχι μέσα στον κλιματισμό. Το τι γινόταν το διαπιστώσαμε – μετά από 5 λεπτά μας έπιασε η καλπάζουσα ανθρωποφοβία που έχουμε σε λανθάνουσα κατάσταση διαρκώς και βγήκαμε τρέχοντας στον καθαρό αέρα.

Συνεχίσαμε απτόητες τα ψώνια μας στην αγαπημένη μας κατηγορία – τα εσώρουχα. Η αγορά εσωρούχων, πάντως, αποτελεί και την καλύτερη μέθοδο να ανέβει το ηθικό μιας γυναίκας, αρκεί να έχει λεφτά ή περιθώριο στην κάρτα. Ένα καινούριο σουτιέν, ένα νέο stringάκι, καινούριες ζαρτιέρες ή ένα νέο κορμάκι αρκούν για να σου φτιάξουν το κέφι. Ε ναι, λοιπόν, οι γυναίκες είναι ικανές να αγοράζουν εσώρουχα διαρκώς, ακόμα κι αν είναι εντελώς περιττά, γιατί όπως έχει πει κι ένας φίλος μας, κάποια στιγμή θα βγουν όποτε τζάμπα ξοδεύεσαι. Το ξέρω χρυσέ μου. Αλλά έλα που καρφώθηκε στην Μαρκησία εκείνο το φυστικί σουτιέν γιατί πήγαινε τρέλα με το τροπικό της μαύρισμα. Άντε τώρα εσύ να το καταλάβεις αυτό...(μεταξύ μας, δεν χάνεις τίποτα αν δεν το καταλάβεις).
Είμαστε ικανές να τα αγοράζουμε ακόμα κι αν τα δει μόνο η φιλενάδα μας, στα κλεφτά εκεί που πίνουμε καφέ – κάνεις μια έτσι την τιράντα για να τη δει η φίλη σου και να συγχαρεί για την επιλογή σου (το έχω κάνει). Γιατί αυτή θα το καταλάβει – ενώ ο Λάκης/ Σάκης/ Μπάμπης (η επιλογή ονομάτων είναι παντελώς τυχαία) θα το δει απλά ως ακόμα ένα εμπόδιο στον δρόμο για την επιτυχία.

Πώς μπορώ όμως να εξηγήσω το female bonding που επιτυγχάνεται ανάμεσα σε δυο φιλενάδες όταν μπαινοβγαίνουν στα δοκιμαστήρια δοκιμάζοντας αγκαλιές εσώρουχα την πρώτη μέρα των εκπτώσεων; Δεν μπορώ.
Πρέπει να είστε εκεί για να το δείτε. Ή γυναίκα για να το ζήσετε.



Μια ευγενική προσφορά της Lady Elle, για την αντιγραφή, Μαρκησία του Ο.

Δευτέρα, Ιουλίου 18, 2005

Άλλον μας δείξανε, άλλον μας μπήξανε



Κάπως έτυχε μέσα στις διακοπές (τον πρώτο γύρο) και ανάμεσα στην ξαπλώστρα, τα after sun, τις μπύρες στη βεράντα, τα πολλά στριφτά και το Transformations να παίζει στο βάθος, έκανα συζήτηση για επενδύσεις. Και τη διαφορά ανάμεσα σε επενδύσεις και απαιτήσεις.

Ομολογώ ότι δεν την είχα σκεφτεί ποτέ – αλλά γι’αυτό είναι οι φίλοι, για να μας ξεστραβώνουν. Δεν είχα σκεφτεί σε βάθος αυτή τη διαφορά, αν υπήρχε καν διαφορά, για να είμαι ειλικρινής. Ποιός δεν κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια; Κανείς...έχω κάνει αυτό το λάθος πολλές φορές. Να προσπαθώ τόσες φορές να καταλάβω τον άλλον, να κατανοήσω τη μαλακία του και να συμπαρασταθώ στο (άλυτο) πρόβλημά του, ώστε υποτιμούσα τη δική μου κατάσταση. Πως καταλαβαίνεις τον άλλον περισσότερο από τον εαυτό σου;

Τελικά, όπως είπε και ο πατέρας στο τέλος του Dogville, ποιά νομίζεις ότι είσαι; Τους συγχωρείς γιατί θεωρείς τον εαυτό σου καλύτερο και άρα είσαι αλαζόνας. Τα έχουν αυτά οι Σκανδιναβοί (Τρίερ, Μπέρκγμαν, κου λου που).

Μάλλον κι εγώ αλαζόνας ήμουν. Όταν είδα την ταινία, πήρα τηλέφωνο τη Δασκάλα και της είπα Λοιπόν, τέρμα οι καλοσύνες. Κάτω ο φασισμός του μέσου όρου. Τέρμα τα cosi fan tutte και τα έλα-μωρέ-το-κακόμοιρο. Τέρμα τα μέχρι-εκεί-πάει-το-μυαλό-του. Και τι με νοιάζει εμένα;; να πάει και παρακάτω! Το δικό μου δηλαδή γιατί πηγαίνει; Μάνα δεν με έκανε και μένα; Να σταματήσω και γω στην αλφαβήτα και να πω δεν μπορώ παρακάτω. Φτάνει με τον εξανθρωπισμό και τις ιεραποστολικές διακονίες και τα ιδρύματα απόρων κορασίδων. Δεν μου πάνε οι φιλανθρωπίες βρε αδερφέ, δεν γουστάρω να γίνω μούμια σαν τη Βαρδινογιάννενα, που το μόνιμο μέικ απ έχει ποτίσει το δέρμα της και δεν βγαίνει ούτε με γυαλόχαρτο και να φοράω ταγιεράκια Chanel. Άι σιχτίρ.

Καλά όλα αυτά. Άντε και κόβεις τις φιλανθρωπίες (μεγάλο πράγμα το οσιομαρτυριλίκι). Άντε και είσαι οκέι με την πάρτη σου, και μπαίνεις στο χορό να χορέψεις. Και άντε προσπαθείς να χορέψεις αλλά δεν έχεις καλό παρτενέρ (όσοι κάνουν οποιοδήποτε είδος χορού μπορούν να το εκτιμήσουν). Με αποτέλεσμα να πατάτε συνέχεια ο ένας τον άλλον, να κουτουλάτε...πάντως δεν χορεύετε.

Τι σημαίνει επενδύω; Τι να σημαίνει – σημαίνει περιμένω (αυτός που περιμένω δεν θά ρθει από τ’ αστέρια, κι άλλα παρόμοια). Σημαίνει έχω ρίξει χρόνο, κόπο, αίμα δάκρυα κι ιδρώτα και περιμένω την απόδοση, να δω κι εγώ το κατιτίς μου βρε αδερφέ. Κάτι να με αποζημιώσει. Όλα αυτά βέβαια μπορεί να τα έχω κάνει χωρίς ο άλλος να μου έχει δώσει κανένα tip που να αξίζει τον χρόνο/κόπο μου, το έχω κάνει τελείως αφ’ εαυτού μου, έτσι, επειδή γουστάρω. Με τον τρόπο μου – που δεν είναι απαραίτητα ο τρόπος του άλλου. Μπορεί λοιπόν να περιμένω αιωνίως για την απόδοση που δεν έρχεται και οι μετοχές μου να κατρακυλάνε πριν προλάβω να πω Πούλα, πούλα! Έτσι οι μπαταρίες μου μένουν άδειες και γω ψάχνω φορτιστή – ή απλώς άλλες μπαταρίες.

Τι σημαίνει απαιτώ; Σημαίνει χτυπάω το χέρι μου στο τραπέζι, σουφρώνω τα χείλια μου και λέω «Τώρα θέλω!», όπως όταν ήμουν μικρή (αν και δεν τα έκανα αυτά, απλώς έκανα ή έπαιρνα αυτό που ήθελα χωρίς δηλώσεις). Σημαίνει πως έχω κάνει ό,τι μπορώ και μετά απαιτώ να κάνεις τα ίδια και περισσότερα γιατί τα αξίζω και γιατί αν δεν τα κάνεις, αλίμονό σου. Μπορεί κανείς να έχει απαιτήσεις από έναν άνθρωπο που σαφώς και προφανώς είναι περιορισμένης ευθύνης, που βλέπεις ότι δεν τσουλάει το πράγμα, που δεν τραβάει στην ανηφόρα; Μπορεί – γιατί τον έχουμε επενδύσει με ένα κάρο χαρακτηριστικά που δεν έχει (επειδή τον γουστάρουμε κι είναι επιλογή μας), τον πλάσαμε στο κεφάλι μας (I think I made you up inside my head) και άρα, μπορεί και παραμπορεί. Αλλά δεν.
Τι από τα δύο είναι χειρότερο;
Τίποτα.

Όσες φορές κι αν κάνω αυτή τη συζήτηση, που βάζει τα πράγματα σε ένα λογικό πλαίσιο, που αποδίδει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και είναι απολύτως σωστή (στη συζήτηση), δεν μπορώ να απαντήσω στο ερώτημα: υπάρχει άνθρωπος χωρίς προσδοκίες; Πρέπει να αφηνόμαστε και να μην περιμένουμε/ απαιτούμε/ θέλουμε τίποτα από κανέναν; Πρέπει να περνούν οι μέρες μας με βλέματα αγάπης πάνω από τις λακούβες, λόγια μηδενικής επίδρασης, ανάλαφρης και στιγμιαίας φόρτισης, χωρίς day after; Ποιός μπορεί απλώς να περιφέρεται;

Πόσο πιο ουσιαστική είναι μια ανάλαφρη μέρα, με βόλτες, χάχανα, καφέδες, κουτσομπολιό, ψυχολογική στήριξη, όταν την περνάς με έναν άνθρωπο που αγαπάς, στον οποίο έχεις επενδύσει και ο οποίος έχει επενδύσει σε σένα, με τον οποίο σας συνδέει μια συνομωσία, ένας κώδικας που μόνο εσείς καταλαβαίνετε – και δεν είναι μια ακόμα-μέρα-στους-δρόμους-επειδή-δεν-είχα-τίποτα-καλύτερο-να-κάνω.

Πιστεύω ότι είναι πολύ χειρότερο να μην περιμένει κανείς τίποτα από εσένα από το να περιμένει – αν δεν περιμένει, μπορεί να σημαίνει πως δεν έχεις και τίποτα να του δώσεις (ή έστω, αυτό να πιστεύει κι εκείνος). Αν περιμένει, ίσως και να πιστεύει σε σένα περισσότερο από ότι εσύ ο ίδιος...

Μέχρι να ξεδιαλύνω τη διαφορά, λέω να το παίξω εκ του ασφαλούς. Δηλαδή: κάνω ένα βήμα πίσω (πάντα βοηθάει) και κυρίως, αν είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου, κοιμάσαι πολύ καλύτερα το βράδι.

If I could change, change everything
If I could change my name, learn to forgive
There's never been a better time
There will never be a greater time

Κυριακή, Ιουλίου 17, 2005

Οι άνθρωποι της Κυριακής

Γύρισα σπίτι με τα αλάτια. Λένε πως κάνει καλό στο δέρμα.

Ακόμα ένα compilation γεμάτο εμμονές, για να δω αν μπορώ ακόμα να ανατριχιάσω. Μπύρες στο Μοναστηράκι. Κάνει ζέστη, το γκαρσόνι με κοιτάει στα μάτια με νόημα, εγώ το παίζω τουρίστας, ίσως γιατί θέλω να είμαι. Διαρκώς απ' ότι φαίνεται.

Καφές δίπλα στη θάλασσα, ο ήλιος πέφτει, παραμυθιάζεσαι ότι είσαι σε νησί, ή έστω κάπου μακριά. Αν γκρινιάζεις το σύμπαν σ' εκδικείται. Μιλάμε για σκηνικά περιπετειώδη, όπως η ζωή μας - τελικά συνέβησαν όλα αυτά που βλέπαμε σε άλλους, είναι να γελάει κανείς. Μου φαίνεται ότι βρήκα το κουμπί. Νιώθω ελαφριά, σαν να μου έφυγε ένα τεράστιο βάρος, τόσες ημέρες που το σκεφτόμουνα. Τελικά έκανα πάλι του κεφαλιού μου, αλλά τώρα τουλάχιστον νιώθω καλύτερα με αυτό. Πολύ καλύτερα.

Κοιμήθηκα στο παιδικό μου κρεβάτι με το μαγιό, ύστερα από κάμποσο ούζο και γέλια στη βεράντα, συνοδεία ψητών, σαλάτας, χόρτων, καρπουζιού.

Γυρνώντας, ο πληθυντικός της φιλίας (ούτε μεγαλοπρεπείας, ούτε ευγενείας) : Τι θα κάνουμε αύριο; Τι είναι αύριο; Οι εκπτώσεις. Δεν έχω λεφτά -λέω- αλλά εννοείται θα έρθω για βόλτα. Έχω εγώ, άρα έχουμε. Έχουμε λεφτά, δεν είμαστε καλά, πως πήγαμε στη συνέντευξη, τι θα βάλουμε για να του μπούμε στο μάτι, ποιό χρώμα μας πάει καλύτερα, τι έχουμε όρεξη να σου μαγειρέψω, γιατί δεν μας βλέπω και πολύ καλά. Όλοι εμείς. Και οι δύο.

Στο ραδιόφωνο έπαιζε Placebo. Χωρίς αλάτι πια, με ένα ποτάκι και τσιγάρο, είμαι έτοιμη μάλλον για άλλη μια Δευτέρα.

Στη ζωή δεν θα χαθώ ξανά, πάντοτε θα σε έχω συντροφιά, όσο ο ήλιος με ζεσταίνει θα γυρνώ και στα μάτια σου θα βρίσκω έναν κόσμο από αγάπη

Σάββατο, Ιουλίου 16, 2005














Το καλοκαιράκι, στην ακρογιαλιά

έπαθες ηλίαση, ήρθα πιο κοντά
κάηκες πολύ, ψήθηκες φριχτά
έτρεχα στους δρόμους
να βρω αντιφλογιστικά
εγώ κι εσύ, εσύ κι εγώ
μόνοι στο Πόρτο Κατσίκι
οοοοο οοοοοο οοοοοο
μόνοι στη Γη

(Ωδή στον Ξεροψημένο Τουρίστα)















Φωνή λαού

Κατόπιν λαϊκής απαίτησης και εκατοντάδων e-mail, τηλεφωνημάτων, αφιερώσεων στο ραδιόφωνο, sms, λουλουδιών, διπλωματικών πιέσεων που ασκήθηκαν με απαράμιλλη τεχνική και κατόπιν ανωρίμου σκέψεως, αποφάσισα να μην στερήσω από την ανθρωπότητα τη χαρά του να με διαβάζει.

Θέλω κι εγώ να γίνω υποσημείωση σε μελλοντικές φοιτητικές εργασίες. Παραπομπή σε διδακτορικά. Τσιτάτο στα χείλη κάποιου σελέμπριτι, την ώρα που ατενίζει το ηλιοβασίλεμα πίνοντας strawberry daquiri. Όνειρο θερινής νυχτός που θυμάσαι όταν βουρτσίζεις τα δόντια σου και κοιτάς με έκπληξη τα αγουροξυπνημένα μούτρα σου στον καθρέφτη. Τα θέλω όλα αυτά, κι άλλα τόσα, εδώ στο κάστρο μου που οι μέρες περνούν αργά, κάνοντας skate από το ένα δωμάτιο στο άλλο και ακούγοντας τα κονσέρτα για πιάνο του Μπετόβεν.

Αντιπαρέρχομαι τα μεταμοντέρνα ερωτήματα τύπου "Γιατί γράφω, ποιός με διαβάζει, ποιός είμαι, που πάω, που έβαλα τη λίστα για το σούπερ μάρκετ, που να πάω το βράδι". Όσοι γράφουν πάνω κάτω ξέρουν την απάντηση. Ίσως λίγο περισσότερο κάτω απ' ότι πάνω...

Κι εγώ προς τα κάτω το ξέρω. Αν αναλύσουμε και τις διαστροφές μας, δεν μας μένει τίποτα.
eXTReMe Tracker