Προσοχή, ο σκύλος δαγκώνει
Πάει κι αυτό.
Πήγα Αθήνα για μια μέρα, για δουλειές που έπρεπε να γίνουν.
Κι έπεσαν όλα να με πλακώσουν.
Οι δρόμοι, τα λεωφορεία, η ζέστη, η τρεχάλα. Οι άνθρωποι. Ο εαυτός μου.
Το τρίγωνο των Βερμούδων μέσα στο κέντρο της Αθήνας. Εκεί που όλα χάνονται μυστηριωδώς κάτω από την άσφαλτο, μέσα στις εξατμίσεις, την κίνηση και τους διαβάτες που σε προσπερνάνε.
Πήγα στο πανεπιστήμιο ύστερα από πολύ καιρό, σχεδόν δίμηνο...την ίδια εποχή που ξενυχτούσαμε πίνοντας κιλά κρασί μέχρι το ξημέρωμα (ακόμα χρωστάμε λεφτά για εκείνο το τελευταίο κιλό). Κουβέντες για το παραμελημένο μου διδακτορικό και το μέλλον του (δυσοίωνο ή ευοίωνο, δεν ξέρω ακόμα). Μαθήματα που πρέπει να παρακολουθήσω.
Τρεχάλα από δω, τρεχάλα από κει, σχεδόν καβγάδες με βαριεστημένους δημόσιους υπαλλήλους, πεταχτά φιλιά κι αγκαλιές με φίλους. Ο καθένας στην κοσμάρα του.
Κι εγώ στη δική μου, που μου αρέσει και δεν θέλω να την αφήσω, thank you very much. Έχω καφέ, καπνό, μπύρες στο ψυγείο και παγωτό στην κατάψυξη. Την βγάζω άνετα. Όποιος θέλει να μπει στη δική μου κοσμάρα, ας χτυπήσει το κουδούνι και θα του ανοίξω. Ίσως. Μπορεί. Πιθανόν. Αν αντέχει να βρει τον δρόμο μέχρι εδώ. Αν βρει το θάρρος να σηκώσει το χέρι του και να χτυπήσει το κουδούνι. Τρέχοντας ήθελα να γυρίσω στην ασφάλεια της λεμονιάς που είναι τώρα στο παράθυρό μου (κάποτε έκανα τα φύλλα της λεμονιάς σελιδοδείκτες). Να ποτίσω ξυπόλητη στις λάσπες, με τα ακουστικά στα αυτιά. Να την αράξω στην παραλία μέχρι να καώ. Να ακούω τα τζιτζίκια. Να τελειώσω τη μετάφραση επιτέλους (την τελείωσα).
Να έχω ησυχία και όχι υπαρξιακά άλλων που νιώθω να λούζομαι. Που αφήνω μάλλον τον εαυτό μου να λούζεται. Που με τόση ευκολία τα κάνω δικά μου, λες και δεν μου φτάνουν αυτά που ήδη έχω. Που δεν έχω μάθει ακόμα πρόσθεση. Έχω τα δικά μου, είπαμε, δεν θέλω άλλα. Να είμαι μακριά. Μακριά κι αγαπημένοι. Touching from a distance δεν έλεγε ο μακαρίτης; Πρέπει πάντα να ξέρεις πότε να κάνεις ένα βήμα πίσω. Κι όχι μόνο ένα, αλλά όσα χρειάζεται. Για να πάρεις φόρα και να τρέξεις ξανά προς τα μπροστά. Προς τον άλλον, προς τον εαυτό σου. Προς.
Τρέχοντας γύρισα και με προϋπάντησε η Τζάκι, που έσκασε μύτη το απόγευμα για καφέ, βγάζοντάς με από τη στοίβα των λεξικών. Άυπνη, κουρασμένη, με δυό τεράστιους φραπέδες στη βεράντα, και πολύ γέλιο. Πολύ. Από αυτό που σε ξυπνάει καλύτερα κι από τρεις εσπρέσσο τον έναν πίσω από τον άλλον.
Ακόμα διακοπές κάνω. Δεν θέλω να γυρίσω. Δεν θέλω σχολική χρονιά. Ούτε να αποφασίσω θέλω. Αποφασίζω να μην αποφασίσω (κι αυτό απόφαση είναι). Θέλω αν μου τη βαρέσει, να μαζέψω βαλίτσα και να φύγω.
Εγώ δεν θυμάμαι τόσα πράγματα, εγώ γυρνάω στις πίσω μου σελίδες, που τις ξέρω, είναι σίγουρες, δεν με τρομάζουν πια. Ασφάλεια νιώθω, σχεδόν. Γιατί ξέρω την εξέλιξη, την έχω ζήσει και την έχω ξεπεράσει, με μια κίνηση. Μέσα μου. Πάντα ξέρω σχεδόν. Κι όπως οι περισσότερες γνώσεις, άχρηστη κι αυτή. Θέλω να φτάνουν λίγα πράγματα. Να μην είμαστε όλοι με τον φόβο ότι ένα πρωί θα ξυπνήσουμε και θα έχουμε γίνει κατσαρίδες. Να μην χρειάζεται συνέχεια να στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων (1,76 είμαι, πόσο πιο ψηλή να είναι η περίσταση;). Θέλω να ρίχνω το επίπεδο εκεί που του αξίζει. Εκεί που πήγε μόνο του. Αν αφήσω το επίπεδο στην ησυχία του, θα με αφήσει κι αυτό.
Όποιος ανοίγει όλες τις πόρτες, μπορεί να τις κλείσει όλες.
Antonio Porchia
1 Comments:
Αχ!Πολύ μ' άρεσε αυτό με το λεμονόφυλλα και τους σελιδοδείκτες.Να δοκιμάσεις και με γιασεμάκια...
Για να σε ενθαρυνώ να συνεχίσεις τις διακοπές σου,λέω ότι οι δικές μου τώρα ξεκινάνε.:)
Δημοσίευση σχολίου
<< Home