Subtle like a lion's cage
Και μετά; Ξανά βήματα πίσω. Δεν ξέρω με σιγουριά πόσα ακριβώς. Πάντως αρκετά, όσα χρειάζεται για να σταματήσεις πριν βρεις γκρεμό και νιώσεις το πόδι σου να χάσκει, δημιουργώντας κενό αέρος στο στομάχι και την αίσθηση της πτώσης χωρίς την ίδια την πτώση. Αν πέσουμε, θα είναι με τις ταυτότητες στο στόμα, γιατί θα μας βρουν και δεν θα μας αναγνωρίσουν καν. Θα μου λείπει κάτι πολύ κοντινό στον Θεό, όπως το έβλεπα σε εκείνη την παραλία αργά το βράδι, με το φεγγάρι κρεμασμένο πάνω από τη θάλασσα. Πόσες φορές καταλάβαμε ότι η νύχτα μας συμφέρει και πόσες ακόμα μας πρόδωσε ενώ φάνηκε ότι θα μας προφυλάξει. Το χαρτί σκίστηκε μόνο του. Με ενδιαφέρει να το ξανακολλήσω; Δεν θέλω σελοτέιπ, Λένα. Σκισμένο το θέλω το χαρτί. Και στα σκουπίδια. Αν είναι, καινούργιο χαρτί κι όχι το παλιό με hansaplast. Για όσο διαρκεί μια βόλτα, μισό λεπτάκι να στρίψω άλλο ένα τσιγάρο και φύγαμε. Πριν μήνες, έψαχνες ρακές – τις βρήκες, όλο το απόγευμα στο repeat ακούγαμε το Γκάλοπ, μετρώντας αναπνοές, λέξεις, πήρα το λάθος τηλέφωνο. Η γοητεία που ένιωθα για εκείνον καταρρακώθηκε – η γοητεία που ένιωθε εκείνος για μένα θόλωσε πίσω από τον εγωισμό του. Aπό εκείνο το απόγευμα κάτι μέσα μου πάγωσε ανεπανόρθωτα και κάτι άλλο άνθισε εξίσου ανεπανόρθωτα, προσπαθώντας να δούμε μέσα από την πόλη και τα τοξωτά μπαλκόνια του μαιευτηρίου της Έλενας (εκεί που γεννήθηκα δηλαδή, με μάτια ανοιχτά στα παράσιτα).
Ψημένες ρακές και Ολοφέρνης στα πόδια σου. Ο ξανθός μου πρίγκηπας, που μου αναλογεί – τόσα παραμύθια με δαύτον, κάπου ενυλώθηκε. Τον έναν τον άφησα στη Γερμανία, τον άλλον τον βρήκα εδώ. Μου φέρνεις ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και βολτάρουμε αγκαλιά. Τα χρόνια πέρασαν από τη μέρα που σε γνώρισα πίνοντας ρακές και ήθελα να σου φέρω το καραφάκι στο κεφάλι γιατί με εκνεύριζες (στο έχω πει). Μετά, ένα πρωί άσχετο, με πήρες αγκαλιά και με έφερες σβούρα. Έτσι πέρασαν οι χειμώνες, οι εξεταστικές, τα ταξίδια, οι εξαφανίσεις, και κείνη η μέρα που μας έπιασε θερινή μπόρα στον πορτοκαλί καναπέ.
Τηλέφωνα αγάπης – τηλέφωνα μέσα στη νύχτα. Συνεννοήσεις, κουβέντες, επιθυμίες, αφηγήσεις. Αγάπη – τι λέξη κι αυτή. Έλιωσε από την πολλή χρήση. Έλιωσε και μέσα σου και κόλλησε πάνω σε όλα, φέρνοντας ακινησία. Και αδυναμία να νιώσεις τη λιωμένη λέξη. Μέχρι κάποιος να σου δείξει ότι η λέξη είναι περιττή, έτσι κι αλλιώς. Την ξανα-άκουσες όμως, και ήταν νέα λέξη, ξεκολλημένη. Ήταν απλά σε λάθος στόμα. Η λάθος αγάπη. Τώρα είναι εκεί που πρέπει. Την ξεχνάς, αλλά στη θυμίζουν. Διαρκώς.
Ακόμα κι αν το σύμπαν επανερχόταν στη θέση του όποτε με κοίταζες. Ακόμα κι αν τα μάτια σου άστραφταν. Ακόμα κι αν ήθελα πιο πολύ τις στιγμές παρά τη συνέχεια.
Αισθάνομαι μέσα μου πλημμύρα για κάτι που δεν ξέρω, πιθανόν για κάτι που αρνούμαι να μάθω. Για το ένστικτό μου που δεν συνιστά επιχείρημα, για τα επιχειρήματα που δεν έχω και πρέπει διαρκώς να εφευρίσκω, για τις παγίδες που στήνω και ξεστήνω, για τις μουσικές, για τις λέξεις που ήταν μόνο λέξεις, για τις λέξεις που δεν έχω, για τα βράδια που απλά είμαι, για κάποιον με τον οποίον μπορώ ξανά να είμαι ό,τι κι αν είμαι χωρίς σκέψη. Δεν καταφέρνω και πολλά. Κολλάω μεταξύ επιθυμίας και αφήγησης. Μεταξύ θέλησης και τρόπου. Μεταξύ τεχνικής και αδυναμίας. Μεταξύ περιθωρίου και υποσημείωσης. Είπε, δεν μου αρέσουν τα αυτοκίνητα ούτε οι άνθρωποι. Εδώ θέλω να μείνω. Για πάντα. Μιλάμε και δεν καταλαβαινόμαστε. Μιλάμε, συχνά και πολύ και χωρίς λόγο. Αναλύουμε, τεμαχίζουμε, ουσιαστικά μονολογούμε σε κάποιον ακροατή που περιμένει τη σειρά του να πει κι αυτός το κομμάτι του και η ιστορία δικαιώνει τον καλύτερο ρήτορα. Κάθε μέτοχος μιας σκηνής ονειρεύεται νά ’χει αυτός την τελευταία λέξη. Μιλώ τελευταίος, «συμπεραίνω» θα πει αποδίδω ένα πεπρωμένο σε όλα όσα ειπώθηκαν, θα πει εξουσιοδοτώ, κατέχω, χορηγώ, επιβάλλω βιαίως το νόημα.
Θα πει, ελέγχω τη συζήτηση, επιλέγω πότε να την κλείσω. Τι είναι ο ήρωας; Είναι αυτός στον οποίον ανήκει η τελευταία ατάκα. Φαντάζεστε έναν ήρωα που δεν θα μιλούσε πριν πεθάνει; Φαντάζεσαι να πεθάνω πριν έστω μία πράξη ηρωισμού; Δεν θα το ήθελα.
Με τη γλώσσα παλεύω. Κι αυτή μαζί μου. Έχω επιζήσει από αυτά με τα οποία ήθελα να συνυπάρξω. Όλα γίνονται πλέον τόσο φυσικά που είναι σαν να μην υπάρχει τίποτα από το οποίο να επανέρθω. Πίνοντας μπύρες μεσημέρι στο Μοναστηράκι, δίπλα σε ζευγάρια που πίνουν καφέ χωρίς να κοιτάνε καν ο ένας τον άλλον, χωρίς να αγγίζονται (ζευγαριστάν, πόσο αφόρητο μου φαίνεται), ξέρω ότι η Τζάκι έχει δίκιο. Δεν ωφελεί να προσπαθείς να προστατεύεις τον εαυτό σου καμιά φορά, γιατί φυσικά και τα πράγματα γίνονται χωρίς εσένα, πέρα από σένα, χωρίς τέλος πάντων να σε λαμβάνουν τόσο υπόψη όσο θα ήθελες, όσο θα ήλπιζες, όσο πίστευες. Με προστατεύεις εσύ, όμως.
Και στο μυαλό μου βιολιά και ακορντεόν παρανοϊκά, κιθάρες σκοτεινές με ηχώ, φωνή που με βάζει στην μαύρη τρύπα του παρελθόντος, αυταρέσκεια των πλήκτρων, τραγουδάω δυνατά στον δρόμο, στο μετρό τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα από ένα τραγούδι, κάπνα, μπύρες κερασμένες στον πεζόδρομο της Δράκου, καράφες με κρασί σε μια ωραία αυλή, βραδινό ταξίδι από Πάτρα, όλα έγιναν σωστά (το πιστεύεις και συ), ιδρώτας, δαγκωματιές, βήματα, χαμόγελα, χάδια, χαστούκια, μοβ φωτιές, κίτρινα βλέμματα, τυρκουάζ υφάσματα, κοσμήματα από το παρελθόν, κοσμήματα από το παρόν, φροντίδα, σιωπηλή κατανόηση, απλωμένα πόδια στα κάγκελα, αιώρα σε μια τέλεια βεράντα, στο βάθος τα φώτα της πόλης, γελάμε, ποτίζω τα δέντρα στον κήπο μας ξυπόλητη στις λάσπες, ζέστη, θάλασσα που αλλάζει χρώματα, η συνομωσία μας πλέον με παρηγορεί, μου λες να μη γυρίσω σπίτι μου, no surprises.
For when she thought of summer rain
Calling for her mind again
She lost the pain
And stayed for more.
<< Home