are u talking to me?
Στην ΞέρειςΠοιόςΕίμαιΓωΡεΛάνδη, ίσως θα έπρεπε να ξέρουμε ποιός είναι ποιός.
Σιωπή αυτές τις μέρες, καθώς βλέπουμε τους δρόμους που λιώνουμε στο περπάτημα κάθε μέρα, που ζήσαμε ως φοιτητές, που ζούμε κάθε μέρα, να καίγονται, πρώτα από αγανάκτηση και οργή και μετά από βόμβες. Εδώ, που όλοι με τον παρά τους γαμούν και την κυρά τους, που ανερυθρίαστα κανείς δεν ξέρουν τίποτα για τον φόνο, αλλά μπλέχτηκαν για να πάρουν την ευχή της Παναγίας από το μοναστήρι και να εξασφαλίσουν τα παιδιά τους, που κανείς δεν έχει τα αρχίδια να αναλάβει την ευθύνη για τίποτα, διάφοροι απορούν για τα όσα συμβαίνουν. Τώρα όλοι αυτοί σιωπούν. Ελπίζουν ότι τη γλίτωσαν μέσα στην αναμπουμπούλα. Άσχετα από τα επιμέρους, όσοι απορούν μάλλον δεν έχουν καταλάβει ότι η κατάσταση είναι σαν το σκουός: πετάς το μπαλάκι και σου γυρνάει πίσω. Αν δεν το προλάβεις, θα σε βρει στη μάπα. Εδώ που όλοι πετάνε το μπαλάκι ο ένας στον άλλον, θα έπρεπε να βγαίνουν όλοι με το ένα μάτι έστω μαυρισμένο, αλλά ποιός ξέρει, ίσως ξέφυγε και τους έπεσε στο γκαζόν της βίλας τους.
Αυτό το στυλάκι που είχε και ο δράστης αστυνομικός, το "ξέρεις ποιος είμαι γω ρε", είναι εκείνο με το οποίο ερχόμαστε αντιμέτωποι όλοι κάθε μέρα. Από τη δουλειά μας, από γνωστούς, γκόμενους, καμιά φορά και φίλους, από δημόσιες υπηρεσίες, υπαλλήλους κυριλέ μαγαζιών που νομίζουν ότι ο Diesel θα τους θυμηθεί στη διαθήκη του, ταμίες τραπεζών που νομίζουν ότι τους ανήκουν τα λεφτά που καταθέτεις, από γιατρούς που σου ζητάνε το κατιτίς τους γιατί τους αξίζει για τη μισάωρη επέμβαση που θα σου κάνουν, καθηγητές πανεπιστημίου που κρατιούνται από τη θέση τους λες και είναι η τελευταία καρέκλα στον πλανήτη, που δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να περιφέρουν τον τίτλο τους ως άδειο σαρκίο σε μια ως επί το πλείστον εγκεφαλικά νεκρή πανεπιστημιακή κοινότητα, η οποία τιμά και αυτή με τον τρόπο της τις αρχές του Δημοσίου που όλοι αγαπήσαμε. Αυτη η χειρίστου είδους θρασυδειλία, στην οποία καταφεύγει ο εθνικός μας κομπλεξισμός χρόνια τώρα, λειτούργησε ως χαράκωμα για όλους αυτούς τους θρήσκους αγνοούντες το φως το αληθινόν που εμπλέκονται σε όσα παρακολουθούμε κουνώντας το κεφάλι μας με απογοήτευση.
Στο μεταξύ, οι γνωστοί-άγνωστοι, πως λέμε "το παιδί μου, αυτός ο άγνωστος", οι κουκουλοφόροι, ο εφιάλτης κάθε μάνας και ελληνικής οικογένειας, έρχονται να μας στοιχειώσουν, λες και φύτρωσαν από τα λάχανα ή τους πετύχαμε στα γαριδάκια. Καλό το αστείο. Ακόμα πιο επικίνδυνοι, όμως, είναι οι παντοφλοφόροι, και αυτοί είναι πολύ περισσότεροι. Για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, για μια πολύ μεγάλη μερίδα κόσμου, όλα αυτά δεν τους αφορούν. Συνεχίζουν κανονικά τα ψώνια τους, το κομμωτήριό τους, τα μπουζούκια τους, τη ζωή τους. Και τι να κάνουν, θα μου πεις; Προφανώς τίποτα. Κυρίως γιατί δεν μπορούν να σκεφτούν ότι πρέπει καν να κάνουν κάτι. Ίσως θα πουν στα παιδιά τους να μην πηγαίνουν στα Εξάρχεια - λες και οι υπόλοιποι που πηγαίνουμε έχουμε ειδική βίζα.
Αυτοί οι δήθεν διαχωρισμοί και οι γιαλατζί κατηγοριοποιήσεις και δίπολα, που σε κάνουν να νομίζεις ότι από τον Φάρο Ψυχικού και πάνω θες διαβατήριο, για να μην πω για Μαρούσι-Βριλήσσια-Μελίσσια, που ανακυκλώνονται και αναπαράγονται με παραδειγματική άνεση, δημιούργησαν το επιχείρημα "μα ήταν ήσυχο παιδί, τι έκανε στα Εξάρχεια". Το θέμα είναι ότι ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ, πήγε για καφέ και δεν ξαναγύρισε. Όποιο παιδί κι αν ήταν. Μόνο που εδώ, αν δεν του βάλουμε ταμπέλα, κατά προτίμηση ιδεολογική, δεν μπορούμε να το ερμηνεύσουμε. Τώρα, βγήκε "η γενιά του Πολυτεχνείου", που πολύ γρήγορα εξαργύρωσε τη δωροεπιταγή του παρελθόντός της με το τελευταίο Αρμάνι, και καταναλώνει θερμίδες και τον αέρα των υπόλοιπων σε αναλύσεις επί αναλύσεων για μια κατάσταση στην οποία έχει συμβάλει κι αυτή τα μέγιστα.
Δε μπότομ λάιν: ένας υπάλληλος του Κράτους, που με τον παρά του θέλησε να γαμήσει, έστρεψε το όπλο του εναντίον παιδιών.
Αυτός ο υπάλληλος διορίστηκε από κάποιον. Κάποιος προσπάθησε να τον βοηθήσει να μπει εκεί. Κάποιος είπε μια κουβέντα υπέρ του. Κάποιος τον δικαιολόγησε σε κάποιο περασμένο του ξέσπασμα. Κάποιος τον έκανε να πιστεύει ότι έχει δικαίωμα να σηκώσει το όπλο του. Και πάει λέγοντας.
Το Δημόσιο δεν είναι ο κακός ο λύκος. Ούτε μια αφηρημένη έννοια. Είναι στελεχωμένο από τους γύρω μας και από ανθρώπους που έχουν εκλεγεί εκεί από κάποιους άλλους. Όσο εξακολουθούν να εκλέγονται κυβερνήσεις με τη λογική του "να βολέψουμε τα παιδιά μας, μια θεσούλα στο Δημόσιο, σίγουρα λεφτά, σχολάς στις 3", αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Και πολλές φορές, αυτή η λογική, του "να έχουμε την ησυχία μας", μεταφέρεται και εκφράζεται και στον ιδιωτικό τομέα. Είναι πλέον περασμένη στο DNA μας. Η εσάνς του δημοσιοϋπαλληλισμού έχει εσωτερικευτεί. Είναι σαν την επιτήρηση. Όλοι θέλουμε να μην μπλέξουμε. Να μην βρούμε τον μπελά μας. Μα τον έχουμε ήδη βρει.
Τα Εξάρχεια - ή μάλλον, η ιδεολογική τους συμπαραδήλωση, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό- έγιναν ο αποδιοπομπαίος τράγος ενός συλλογικού ασυνείδητου που ψάχνει κάπου να τα ρίξει, πέρα από τον εαυτό του. Πέρα από την ξεχαρβαλωμένη παιδεία, που στόχο έχει να βγάλει παιδιά που σιχαίνονται τα βιβλία, πέρα από τις δουλειές, που στόχο έχουν να σε φτάσουν στα όρια των αντοχών σου, πέρα από τις βιτρίνες και τις 10 άτοκες που στόχο έχουν να δημιουργούν εκείνη την ψευδαίσθηση της ευημερίας που όλοι θέλουμε να σκεφτόμαστε πριν πέσουμε για ύπνο. Τίποτα πια δεν μας εκπλήσσει, τίποτα δεν μας συγκινεί, τίποτα δεν μας κάνει κούκου βρε αδερφέ. Ό,τι και να βγει και να πει κανείς, μας είναι το ίδιο, γιατί είναι όλα αναμενόμενα πλέον, εδώ που φτάσαμε.
Μόνο που αν σκάψεις, θα βρεις κι άλλο πάτο. Σε λίγο θα είμαστε ναυάγια που κανείς δεν θα μπει στον κόπο να βρει.
Ένα μόνο δεν μου δίνει το όνειρο, το όριο ως που να κινδυνέψω
<< Home