Είναι το στρώμα μου μονό
[Ακολουθεί πανωσέντονο-κατωσέντονο (δώρο οι μαξιλαροθήκες)]
Ο Μπαρτ έλεγε (κι εγώ ως πλύστρα του, το ξέρω)* ότι πρέπει να αποδεσμευτούμε από τις αντιθέσεις και τα ζεύγη τύπου καλό / κακό. Τα χρόνια πριν πεθάνει, αναζητούσε αυτόν τον τρίτο όρο, που θα υπερβεί αλλά δεν θα αναιρεί. Η σημασία αναζητείται πάντα στην επιλογή ενός όρου έναντι ενός άλλου, στον αρνητικό ορισμό τύπου “Είσαι ηλίθιος κι εγώ δεν είμαι” ή ακόμα καλύτερα “Είμαι υπέροχος κι εσύ δεν είσαι”. Η σύγκρουση γεννά τη σημασία. Αν δεν είχα κάτι με το οποίο να ορίσω/ συγκρίνω τον εαυτό μου, πως θα γινόταν; Φυσικά, η σημασία έχει διάφορες άλλες παραμέτρους, σημαίνοντα, σημαινόμενα και πάει κλαίγοντας και δεν έχω πιει ακόμα αρκετούς καφέδες.
Τι θέλει να πει ο ποιητής;
Έχω την αίσθηση ότι η μπλογκόσφαιρα, ως προέκταση (για να μην πω επέκταση) της ζωής μας, στηρίζεται σε αυτές τις αντιθέσεις που προσδίδουν σημασία: ο τάδε blogger είναι έτσι, άρα εγώ είμαι γιουβέτσι – χωρίς να βλέπουμε ότι η διαφορά μας είναι το πρόθεμα γιουβ-.
Με αφορμή τα πρόσφατα γεγονότα με το blogme.gr είδαμε μια πρωτοφανή συσπείρωση πάρα πολλών blogger εναντίον της φίμωσης της ελευθερίας του μέσου – ξεχνώντας, ίσως, ότι ανέκαθεν υπήρχαν blogger που προσπαθούσαν να φιμώσουν άλλους, με διάφορους τρόπους: απειλές, ανώνυμα σχόλια, ανελέητο metablogging όχι μόνο με σχόλια αλλά και με τη δημιουργία νέων blogs ειδικά για τον σκοπό αυτό. Όσο αυτά συνέβαιναν και η πλειοψηφία των blogs περί άλλων ετύρβαζε, δεν θυμάμαι να χάλασε κανείς το beauty sleep του για να το παίξει Βολτέρος.
Ανεξαρτήτως της σοβαρότητας του συμβάντος (το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, συνέβη πριν 5 μήνες, σύμφωνα με τα τελευταία νέα), θεωρώ κομματάκι υποκριτικό και στρουθοκαμηλιστικό (γουάου) το να ξεχνάμε το αίμα-δάκρυα-ιδρώτας-τύφλα-νά-χει-το-Μπόλιγουντ που έχει παιχτεί κατά καιρούς στην μπλογκόσφαιρα, με τελευταίο περιστατικό τα αποκαλυπτήρια της Μανταλένας – ή Μανταλένου, όπως προτιμάτε.
Εν προκειμένω, το μέσο είναι το μήνυμα – όπου μέσο είναι το ίντερνετ, η αχανής στέπα των bits, όπου όλοι μας, οπλισμένοι με πληκτρολόγια και περιμένοντας να αποδώσουν οι ασκήσεις θάρρους που έχουμε κάνει τόσα χρόνια, γράφουμε αναζητώντας ο καθένας το δικό του δισκοπότηρο: επικοινωνία, προβολή, εκτόνωση, γκόμενο, γκόμενα, ή και τα δύο, ένα βήμα να πούμε τον πόνο μας ή ό,τι άλλο.
Σε όλο αυτό το πανηγύρι του Διαφωτισμού, δεν χωρούν βεβαίως κανονιστικές διατάξεις – ελευθερία έκφρασης, όχι στη λογοκρισία. Σύμφωνοι φυσικά.
Μόνο που η συντριπτική πλειοψηφία εδώ γράφουμε με ψευδώνυμα. Η περσόνα μου θέλει να εκφράζεται ελεύθερα! Ας εκφραστεί και κάποιος ελεύθερα – εμένα με καταπιέζει ο γκόμενος/ η μάνα μου/ το αφεντικό μου/ η γάτα μου/ ο διαχειριστής της πολυκατοικίας, ας τη γλιτώσει το ψευδώνυμό μου.
Ποιός είσαι κύριε που θα μηνύσεις τη σάτιρα; Το προϊόν της σκέψης μου;
Πιθανόν να γνωρίζεσαι με εκείνον που θα αφήσει το ανώνυμο σχόλιο επειδή κατά τη γνώμη του είμαι αγάμητη, ψευτοκουλτουριάρα, ξενέρωτη, δήθεν, επειδή είμαι αριστερός, απελπισμένος, καπιτάλας, απαισιόδοξος, ξερόλας και πάει λέγοντας.
Έχουμε μπει στον χορό του blogging, ναι, αδυνατούμε όμως να χορέψουμε χωρίς να ξενυχιάζουμε και να ρίχνουμε διαρκώς αγκωνιές στους διπλανούς μας. Το πιο αστείο, δε, είναι ότι νομίζουμε πως χορεύουμε τανγκό, ενώ αδυνατούμε να σύρουμε όλοι μαζί έναν καλαματιανό.
Η κατάσταση αυτή είναι απογοητευτική αλλά δυστυχώς, τραγικά προβλέψιμη. Εξάλλου, η κανονική ζωή (ξέρεις, αυτή που κάνουμε όταν πρέπει να πληρώσουμε το ενοίκιο και δεν έχουμε λεφτά, όταν χρωστάμε σε όσους μιλούν ελληνικά (ένας φίλος μου χρωστάει μέχρι και σε μια πολωνέζα καθαρίστρια!), όταν έχουμε να παραδώσουμε δουλειά και δεν έχουμε κάνει ούτε τη μισή ή όταν, ακόμα χειρότερα, δεν έχουμε καν δουλειά γιατί μας απέλυσαν) είναι γεμάτη από τέτοια ταχύρρυθμα ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Εικονική ξε-εικονική, η πραγματικότητα του διαδικτύου, δεν παύει να είναι μια μορφή πραγματικού τόσο μπλεγμένη με το φαντασιακό, που δεν ξέρει που να σταθεί (κάτι σαν το “Από την Κική κι απ' την Κοκό ποιά να διαλέξω; την Κική την αγαπώ μα μ' αρέσει κι η Κοκό”.)
Και τι συμβαίνει με όσους γράφουν επώνυμα; Ορθώς συνάγεται ότι ο βαθμός έκθεσης είναι πιθανόν μεγαλύτερος. Από την άλλη μεριά, άπαξ και γράφεις δημόσια, εκτίθεσαι έτσι κι αλλιώς. Βασικά υπάρχει έκθεση από τη στιγμή που βγαίνεις στο δρόμο και σε βλέπουν άλλοι, πόσω μάλλον όταν γράφεις δημόσια, σε έναν χώρο προσβάσιμο από μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού και όταν ο άλλος έχει τη δυνατότητα να βρει το IP σου και άρα να σε εντοπίσει.
Χωρίς να θέλω να προσβάλλω όσους ασχολούνται με το ευγενές σπορ του να εντοπίζουν ονοματεπώνυμα ή ψευδώνυμα και να επιτίθενται σε αυτούς στους οποίους αντιστοιχούν, Κύριος οίδε για ποιόν λόγο, τελικά αποδεικνύεται ότι παρόλη την επιθυμία μας να κρυφτούμε και να είμαστε άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, στη μοναξιά της μεγαλούπολης (sic) και στους ωκεανούς των links (sic δις), βιώνουμε μαρτυρικώς (ενίοτε και ως σαπουνόπερα) την επιθυμία μας να γίνουμε γνωστοί και αποδεκτοί από άλλους αγνώστους (και επώνυμοι να είναι, αν δεν ξέρεις τη φάτσα τους, άγνωστοι παραμένουν). Για να μην μιλήσω για το γιαλαντζί οξύμωρο του “επώνυμου” και του “ανώνυμου” (κάτι σαν τους γνωστούς-άγνωστους): όλοι έχουμε ονοματεπώνυμο (εδώ έχει η Lila Pause) και το οξύμωρο αυτό απλώς χαρίζει και αφαιρεί κοινωνική υπόσταση κατά το δοκούν.
Φυσικά, δεν παραμένουν άγνωστοι για πάντα. Κάτι το μπλογκοπάρτι, κάτι οι συναντήσεις μεταξύ διαφόρων bloggers, δημιουργήθηκαν παρέες, πιθανόν και φιλίες ή και άλλου τύπου σχέσεις (τρίτου τύπου, με πιάν’ς). Πάει η ανωνυμία. Δεν υπάρχει λοιπόν μυστήριο, όπως λέει και η Λένα. Αν και ο άλλος είναι πάντα μυστήριο, αλλιώς θα βαριόμασταν αφόρητα.
Η ανωνυμία, λοιπόν, είναι φάντασμα. Ή έστω, φάσμα αυτού που θα θέλαμε. Όπως λένε όλοι οι διάσημοι “νοσταλγώ την ανωνυμία μου”, οι bloggers μοιάζουν να λένε “νοσταλγώ την επωνυμία μου” - όπου επώνυμο είναι το ψευδώνυμο, αυτό που μας διακρίνει από τους διπλανούς μας, το όνομά μας βρε αδερφέ, το όνομα του συγγραφέα για το οποίο έχουν χυθεί τόνοι μελάνι από τους στρουκτουραλιστές, τους μεταμοντέρνους και τολμώ να πω, από αρκετούς συμφοιτητές μου σε εργασίες. Το όνομα εδώ είναι ψευδές – η πατρότητα του κειμένου αποδίδεται σε μια ιστοσελίδα, ένα ΙΡ αρχικώς και έπειτα σε μια φάτσα που γνωρίζεις και -κακά τα ψέματα- όλοι έχουμε προσπαθήσει, αφότου γνωρίσαμε κάποιον μπλόγκερ από κοντά, να δούμε αν αυτά που γράφει αντιστοιχούν στον ίδιο, ή ακόμα χειρότερα, κάναμε το λάθος να συμπεράνουμε ότι τον ξέρουμε επειδή έχουμε διαβάσει 5-10-100 κείμενά του. Θα μου πεις, ναι, αλλά ξεκινάς από κάπου. Μπα; Αλήθεια; Από πουθενά δεν ξεκινάς. Εδώ και με ανθρώπους που ξέρεις όλη σου τη ζωή, ανακαλύπτεις διαρκώς πράγματα. Τι να σου κάνουν 20 ποστ;
Ο Νίτσε είχε πει πολύ σοφά ότι η αιτία γένεσης ενός πράγματος είναι πολύ διαφορετική από τον τρόπο με τον οποίο αυτό το πράγμα χρησιμοποιήθηκε, καθώς κάθε φορά λαμβάνει μια διαφορετική ερμηνεία από μια εξουσία που επιδιώκει διαφορετικούς σκοπούς. Δεν ξέρω αν εδώ μπορούμε να μιλάμε για εξουσία που έχει σκοπούς, αλλά σίγουρα μπορούμε να μιλήσουμε για διαφορετικές χρήσεις του μέσου, ανάλογα με τι θέση του καθενός. Δηλαδή: ποιός μιλάει; και από πού; Σιγά το δύσκολο. Από το σπίτι του! Ή έστω, από κάπου που δουλεύει ένας υπολογιστής. Πόσο ετερόκλητο είναι, όμως, αυτό το πλήθος που ασχολείται με το blogging και το μόνο κοινό του σημείο είναι ότι τα πάει καλά με τα PC. Πολύ – τόσο ώστε να μην ξέρουμε τον τόπο από τον οποίο μιλάει κανείς. Δηλαδή το από που έρχεται. Για το που πάει δε, δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα.
Καταλαβαίνω ότι πέφτω (για να μην πω, κυλιέμαι) σε δυσβάχταχτες θεωρητικοποιήσεις αλλά με κάθε ειλικρίνεια, και επαναλαμβάνω: ενώ δεν αμφισβητώ τη σοβαρότητα αυτής της (γελοίας) μήνυσης και επίθεσης (έστω και ετεροχρονισμένα δημοσιοποιημένης – γιατί άραγε;), θεωρώ ότι καλό θα ήταν να προσπαθήσουμε να ψαχουλέψουμε την δική μας καμπούρα, πριν αρχίσουμε να δαχτυλοδείχνουμε τους Κουασιμόδους που μας τριγυρίζουν.
Και τώρα γυρνάω στο κάστρο μου. Η Κονσεψιόν πάλι δεν καθάρισε καλά τον καθρέφτη στο ταβάνι και το βράδι περιμένω κόσμο.
*Έτσι με αποκαλεί o αγαπημένος μου Αδερφή και δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω.
Επίσης τον ευχαριστώ για την παραχώρηση της φωτογραφίας από το προσωπικό του αρχείο.
<< Home