That the soul can take
Έσβησα το τηλέφωνό σου τη μέρα που έμαθα ότι σκοτώθηκες.
Σκοτώθηκες. Τι ρήμα.
Πήγα σπίτι σου. Όταν έφυγα, το έσβησα.
Κλαίγοντας, με το χέρι μου να τρέμει.
Τώρα πήγα να σβήσω τα μέιλ σου.
Στο προφίλ σου είχες εκείνη τη φωτογραφία που κοιτάς λοξά, κι είσαι τόσο όμορφη...
Διστάζω να τα σβήσω, είναι οι τελευταίες αποδείξεις...τις χρειάζομαι άραγε; Τι άλλο θα μου μείνει ; 12 χρόνια...από τότε που καθόμασταν στο ίδιο θρανίο και κανιβαλίζαμε.
Έφτασα να ντρέπομαι τη μάνα σου. Με πήρε χτες τηλέφωνο, πέρασαν τρεις μήνες...
Τρεις μήνες.
Μου λείπεις. Μόνο εδώ ίσως μπορώ να το πω.
Σαν κι αυτόν που φωνάζει το μυστικό του μέσα στον κορμό του δέντρου.
Δεν ωφελεί να το αρθρώνω – το είπα στην αδερφή σου, αυτό που λένε για τη ζωή που συνεχίζεται, ισχύει, σε παίρνει η μπάλα, με πήρε και μένα, την κλώτσησα και με κλώτσησε, αλλά μου λείπεις, δεν είναι το ίδιο...δεν το πιστεύω ότι αυτό το καλοκαίρι δεν με εκνεύρισες γιατί πήγαινες κάθε μέρα για μπάνιο, με το τροπικό σου μαύρισμα, τα χάχανα, καθόμασταν στην αυλή του σπιτιού γιατί φύσαγε, και απλώς πίναμε καφέ, βάφαμε τα νύχια μας με ηλίθια χρώματα όσο έβραζε η μακαρονάδα...
Έγιναν τόσα, η σκέψη μου πάει ασυναίσθητα, διαρκώς, στο να σε πάρω τηλέφωνο να σου τα πω...
Ξεπέφτω στις αιτιατικές και χάνω το άρωμά σου και τα γεμάτα τασάκια που άφηνες φεύγοντας από το σπίτι.
Έτσι χάνω τα πάντα και δεν θέλω. Τα θέλω όλα πίσω.
Σε θέλω στα γενέθλιά μου, να κάθεσαι στη γωνία του μπαρ και να καπνίζεις.
Σε θέλω στη γιορτή μου, να λες ιστορίες και να γελάνε όλοι.
Σε θέλω να σε κερνάω καφέ, να σε ταΐζω και να σου χαϊδεύω τα μαλλιά όταν κλαις.
Σε θέλω να μου στέλνεις μηνύματα για το που είσαι και να πάω να σε βρω.
Σε θέλω πίσω.
Κι από τότε που έφυγες, το ότι έφυγες, άλλαξε τα πάντα. Το ξέρεις άραγε αυτό;
Η κάθε σκέψη, αποκτά ακόμα ένα angle, που δεν είχε πριν. Η απουσία σου έχει τη δική της θέση και γίνεται παρουσία. Αυτά που έκανες. Αυτά που κάναμε...Κι αυτά που δεν θα κάνουμε πια.
Ίσως βέβαια έτσι, όλοι εμείς που μείναμε πίσω, μπορέσουμε να κάνουμε άλλα.
Ξεκινώντας πια από ένα άλλο σημείο.
Sur le sable, face à la mer
Se dresse là, un cimetière
Où les cyprès comme des lances
Sont les gardiens de son silence.
Sur le sable, des lits de fer
Sont plantés là, face à la mer
Mon ami, la mort t'a emmené
En son bateau pour l'éternité.
Si on allait au cimetière
Voir mon nom gravé sur la pierre,
Saluer les morts face à la mer,
Ivres de vie dans la lumiere.
Dans la chaleur, le silence
A l'heure où les cyprès se balancent
Les morts reposent au cimetière
Sous le sable, face à la mer
Negresses Vertes - Face a la mer
<< Home