ψήνεσαι στην αλήθεια
τελείες. όχι αποσιωπητικά.
όσο περνάει ο καιρός, καταλαβαίνω γιατί επινοήθηκαν.
σε είδα σαν να μην έχεις πια κουράγιο να ψάξεις για το ξέφωτο, κι ας το έχεις μέσα σου. κι όταν μ' αγκαλιάζεις, όλα μοιάζουν απλά, σαν να μη χρειάζονται κόπο, αποφάσεις, κινήσεις. σαν να ήταν πάντα εκεί κι απλώς πρέπει να απλώσεις το χέρι. και τα δικά μου χέρια σαν να σκούριασαν λίγο.
παίζουμε πετροπόλεμο με τους καθρέφτες μας.
στο ενδιάμεσο, η νέα σου βεράντα, μεγάλες βόλτες το βράδι, σινεμά, κούραση, γέλιο, απορίες που λύνω με παραδειγματική ταχύτητα πια, βιβλία, νοσταλγία, νοσταλγία, δεν είναι ο χρόνος, δεν είναι τίποτα, είναι εκείνη η άλλη ζωή, που αντέχαμε χωρίς να σκεφτόμαστε, ή μήπως τελικά έτσι νομίζαμε; αλλά υπάρχει και μια μεγάλη ανακούφιση, έχω ξαποστάσει στα βράδια που η σκέψη σου με κάνει να χαμογελάω.
οδηγείς στον περιφερειακό και ο ήλιος έχει ξεφτίσει πάνω στα σύννεφα. θέλω να τον τινάξω από πάνω μου σαν ψίχουλο αλλά δεν μπορώ, γιατί τελικά έχει μπει στα μάτια μου και δεν λέει να βγει. κάνει τα πάντα να αστράφτουν ξεγυμνωμένα.
ίσως γιατί κάποια στιγμή δεν έχει νόημα το κρυφτό.
τα βράδια, η πόλη είναι ένα τεράστιο φωτογραφικό άλμπουμ με έτοιμες λεζάντες (εδώ που, εδώ τότε, κι εκεί, παρακάτω ψάχναμε κάπου να πάμε, εκεί με περίμενες, αλλού σε είδα πρώτη φορά, εκεί η τελετουργία, οι δρόμοι) , ένα υποδόριο τατουάζ λαβυρίνθου.
θα μετρηθούμε όταν κάτσει ο κουρνιαχτός
τραγουδάκι
<< Home