Δευτέρα, Οκτωβρίου 31, 2005

She can read, she's bad


Διαμάντια στις λάσπες, ή απλά λάσπες και βροχή;
Το πρόγραμμα από την παράσταση της Αναγγελίας. Μια αδημοσίευτη συνέντευξη της Πλάτωνος εκτυπωμένη. Τετράδια σχολικής χρονιάς που ήρθε κι έφυγε.
Ένα ημερολόγιο – μαύρο, πανόδετο. Γράμματα που δεν έστειλα – με φύλλα λεμονιάς που τώρα δεν κάνουν ούτε για σελιδοδείκτες.
Broken flowers.
Ταξίδι στη Γερμανία – η επιστήμη των αεροδρομίων, η μαγεία της αίθουσας αναμονής. Εσύ δεν είσαι σαν τους άλλους, είσαι από κείνα τα παιδιά, που μέσα στο μυαλό τους έχουν έναν σπασμένο πύργο ελέγχου .
Χρόνια σαν μέρες, μέρες σαν ώρες, ονόματα που πασχίζω να θυμηθώ την αντιστοιχία τους σε πρόσωπα. Απάνω που σ’αγάπησα, έφυγες κάποιο βράδι. Μέρα με τη μέρα καταγραφή του έρωτά μου για σένα, κίνδυνος μεγάλος εκ του ασφαλούς, μόνο που τα τρένα πέρασαν και συγκρούστηκαν. Και τώρα εδώ ακόμα, λέξεις σαν χαρακιές σε τοίχο κελιού. Εικόνες – εσύ κι εγώ με εφηβική άγνοια σε μια χαραμάδα χώρου και χρόνου μόνο δική μας. Ακολούθησαν βαρύγδουπες σιωπές, κάμποσα μνημόσυνα, πολύ νερό στ’ αυλάκι, ενίοτε και απόνερα. Τρόμαξα με την ένταση – σαν να με γράπωνε από τον γιακά αυτό που ένιωσα τότε, ζητώντας δικαίωση. Σαν βεντέτα που πρέπει να ξεπλυθεί με αίμα. Δώσαμε. Και αίμα και αμνησία, και παρατατικό, χρόνο της γοητείας και κραυγές και ψιθύρους και διασταυρώσεις λεωφόρων με ξόρκια.
Αγωνία διαστάσεων διαρκώς χαμένων. Κάθομαι και γράφω όπως οι οριστικά τρελοί στα χέρια του Δημοσίου. Τα δάχτυλά μου πήρανε της κάθαρσης φωτιά. Θέλω-Μπορώ-Είμαι. Επαναλάβετε 100 φορές ημερησίως, μέχρις ότου το καταλάβετε. Η αξία των ημερών με μουσική επένδυση τη φωνή του. Η νοσταλγία του συναισθήματος. Να μπερδεύεις την καψούρα με την αγάπη – μ’ εκείνη που δεν σ’ αφήνει ό,τι κι αν γίνει, ό,τι κι αν ειπωθεί.
Το τρένο για Θεσσαλονίκη προς το άγνωστο με μόνο το τέλος γνωστό –ακόμα περιμένω τη διάψευση με τα μάτια καρφωμένα έξω από το τζάμι του βαγονιού. Δεν έμαθες πόσο λίγος ήσουν γιατί ένιωθες γιγαντωμένος από την ταχύτητα και την ένταση μιας ελεγχόμενης ελεύθερης πτώσης, της ύστερης εφηβικής σου επανάστασης. Ξεχασμένος πια, τα γράμματά σου πεταμένα στα σκουπίδια, τα δικά μου ανύπαρκτα, ακυρωμένα. Πόσο γρήγορα σε τελείωσα. Μαλλιά ξεριζωμένα απάνω από τ’αυτιά. Αγορίστικα. Παραλήπτης μου η Αγία Ανύπαρκτη.
Πάντα παλινδρομούσα – εσύ να κλαις στο τηλέφωνο κι εγώ να σ’αγαπάω για το θάρρος σου να κλάψεις. Έτσι το νόμιζα τότε. Ποτέ δεν έμαθα πως συνέβηκα εντός σου. Συνέβαινα, όμως, παντού τριγύρω, σαν εκπαιδευμένος καμικάζι.
Οι λέξεις μου – δανεικές, προϊόν συζήτησης συνάψεων του εγκεφάλου, προκατασκευασμένες, ξαναζεσταμένες, ελάσσονες στη μείζονα χρήση τους. Τις νόμιζες για σένα, ίσως να τις ήθελες για σένα, ίσως και να ήταν.
Τώρα πια για κανέναν δεν είναι, σε κανέναν δεν πάνε, σαν να αντηχούν ανήμπορες, κι εγώ σαν να μην τις δίνω – είναι ό,τι μου απέμεινε, άγρια κληρονομιά της κιβωτού του Αραράτ.
Πονούσα για όλα – για σένα, για μένα. Χτίστηκα, γκρεμίστηκα. Τώρα όλα φαντάσματα της κατεδάφισης. Δεν κινείται τίποτα, δεν προτίθεμαι να το επαναλάβω, το θέλω όμως. Οτιδήποτε ασφαλές μου μοιάζει ξένο. Θέλω να μην ξέρω. Προτιμώ να βρεθώ έκθετη στη ροή του δρόμου παρά να περιμένω τα φανάρια και να διαβάζω ταμπέλες. Σχεδόν κανείς δεν το καταλαβαίνει. Πως από τον πάτο έβγαινε φως, ενέργεια. Πως σ’ αγάπησα κι αυτό είναι απλώς δικό μου. Δεν προσφέρεται για κατανόηση. Μόνο για απλή αποδοχή ως γεγονός.
Οι λέξεις χοροπηδούν με διάφορα χρώματα – ο χειμώνας με τις ρακές, ένα κρεβάτι στο Παγκράτι, η πέμπτη τρύπα στο αριστερό μου αυτί, κονιάκ, καφενεία, πες μου ένα παραμύθι μπας και το πιστέψω, γιατί ούτε μικρή δεν τα πίστευα μου φαίνεται, οι φίλοι που απομακρύνονται με δαγκωμένες γραμμές επικοινωνίας, κι εγώ κάπου να περιφέρομαι. Κοντινά – λίγο πριν με πάρει η μπάλα, πριν την πάρω κι εγώ και την κλωτσήσω. Μετά σκέφτεσαι άλλα. Έγιναν άλλα, ήρθαν άλλοι, έγινες άλλος. Ίδιος, αλλά ελαφρώς άλλος. Με άλλες αντιδράσεις. Με ίδιες ανησυχίες, με ίδιες αλλεργίες, με ίδιες επιθυμίες, με κλεφτές ματιές ξανά προς τον κόσμο.
Κοντινά όλα αυτά. Και τα τωρινά, και τα περασμένα, που δεν σου αφήνουν χρόνο.
Μετά δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς.
Γι’αυτό και ό,τι σκέφτεσαι είναι και μένει λαθραίο, δικό σου.
eXTReMe Tracker