Αέρας Πεχλιβάνης
Δεν το ξέρεις, αλλά σήμερα εδώ είναι όπως είναι κι εκεί.
Αυτός ο καιρός που δεν αντέχεις γιατί είναι καλοκαίρι.
Κι εγώ ξυπνάω και ξεχνάω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά, όχι απαραίτητα αλλάζοντας κάτι.
Ετοιμάζομαι για ένα μεγάλο ταξίδι, απ’ αυτά που τα κάνεις ενώ βρίσκεσαι στο ίδιο σημείο και αλλάζει απλά η στάση που κάθεσαι, ανεπαίσθητα, ενώ μέσα σου κινούνται παγόβουνα και ανεβοκατεβαίνουν θερμοκρασίες.
Δεν θα το φανταζόμουν ότι θα ήμουν εδώ, ιδίως πέρσι – ότι θα είμαι πια ξένη με ανθρώπους που είχα αγαπήσει και κυρίως, ότι δεν θα χάριζα ούτε μισάωρο για να σκεφτώ τα πως και τα γιατί. Σαν να έφαγα μονομιάς όση ανθρώπινη φύση μπορεί να χωνέψει κανείς, σαν να μου έφυγε η επιείκεια ή σαν να απέκτησα κι άλλη, ανάλογα πως θα το δεις.
Οι χασούρες, ή αυτό που μαθαίνουμε να χαρακτηρίζουμε χασούρες, έχουν πάντα και κέρδος μέσα τους, απλά είναι καλά μεταμφιεσμένο. Αυτό το έμαθα αργά και βασανιστικά.
Τώρα τα πρωινά κοιτάω έξω από το παράθυρο του τρένου, μετρώντας μέρες, αναπνοές, θέλω να κολλήσω το αυτί μου στις ράγες σαν τους Ινδιάνους, κι όταν ακούσω ήχο να στηθώ και να περιμένω.
Το μυαλό μου παίζει ταινία εικόνες της Ρώμης, το παζάρι που αγοράσαμε την αφίσα της Dolce Vita, το παγωτό με το περίεργο όνομα, οι πλανόδιοι στη Ναβόνα, η ουρά στο Βατικανό, κι εμείς να γελάμε, η Φλωρεντία εκτυφλωτική, όταν κουράζομαι, όλα αυτά με παρηγορούν. Ταινία και η Αγγλία μου, ο χειμώνας μου βαρύς, ασήκωτος, σαν να κουβαλούσα μαζί μου άλλους δέκα ανθρώπους και όλοι να ήθελαν κάτι που δεν μπορούσα να δώσω. Βράδι να κλαίω ακούγοντας Martha Wainwright, που ξάφνου μου φάνηκε δυσβάσταχτη και να μην θέλω να πω τίποτα σε κανέναν. Και τι να πεις; Μετά με αγκάλιασε, κάτσαμε ως αργά, στο βάθος 16 HP, άλλα λύσαμε, άλλα δέσαμε, έψαχνα να βρω αλλού ενώ όλα είναι μέσα μου. Στο αστείρευτο ορυχείο μου.
Κάθε μέρα που βγαίνεις από το σπίτι σου είναι ένα ρίσκο. Εκτεθειμένος από τη στιγμή που γεννήθηκες, μέχρι να καταλάβεις ότι όλοι είναι εξίσου εκτεθειμένοι, ακόμα και αν κρύβονται.
Φοράω ακουστικά, διαβάζω το βιβλίο μου στα αγγλικά, για να μη με ενοχλεί κανείς. Παρόλα αυτά, δεν τη γλιτώνω και κάποιος θα έρθει σε μένα για οδηγίες, για την ώρα, για παιχνίδι, για σοβαρά, για λέξεις, βλέμματα, ακυρώσεις, ματαιώσεις, μέλλοντες εξακολουθητικούς και τετελεσμένους, έστω και μην ξέροντας γιατί. Υπάρχει γιατί κι ας μην το ξέρεις.
Γιατί πήρα το τρένο εκείνη την Πέμπτη, γιατί μιλάμε και δεν καταλαβαινόμαστε, γιατί κοιταζόμαστε. Γιατί είδα κάτι σε σένα που δεν βλέπει κανείς, γιατί επιμένω, γιατί επιλέγω, γιατί φεύγω πια και δεν κοιτάω πίσω.
Γιατί εκείνο το βράδι σου άνοιξα την καρδιά μου και δεν φοβήθηκα, σε εκείνη τη βεράντα με θέα τη θάλασσα κλαίγαμε από τα γέλια πίνοντας μπύρες και στρίβοντας τσιγάρα έως αργά, γιατί δεν φοβήθηκα να έρθω να σου μιλήσω και να με κερδίσεις, γιατί ξέρεις που είμαι κι ας μη με ψάχνεις πια, γιατί ξέρω ότι υπάρχεις κι ας μην σε ξέρω πια.
Γιατί με ορισμένους ανθρώπους δεν ρωτάω πια γιατί.
Αυτός ο καιρός που δεν αντέχεις γιατί είναι καλοκαίρι.
Κι εγώ ξυπνάω και ξεχνάω, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά, όχι απαραίτητα αλλάζοντας κάτι.
Ετοιμάζομαι για ένα μεγάλο ταξίδι, απ’ αυτά που τα κάνεις ενώ βρίσκεσαι στο ίδιο σημείο και αλλάζει απλά η στάση που κάθεσαι, ανεπαίσθητα, ενώ μέσα σου κινούνται παγόβουνα και ανεβοκατεβαίνουν θερμοκρασίες.
Δεν θα το φανταζόμουν ότι θα ήμουν εδώ, ιδίως πέρσι – ότι θα είμαι πια ξένη με ανθρώπους που είχα αγαπήσει και κυρίως, ότι δεν θα χάριζα ούτε μισάωρο για να σκεφτώ τα πως και τα γιατί. Σαν να έφαγα μονομιάς όση ανθρώπινη φύση μπορεί να χωνέψει κανείς, σαν να μου έφυγε η επιείκεια ή σαν να απέκτησα κι άλλη, ανάλογα πως θα το δεις.
Οι χασούρες, ή αυτό που μαθαίνουμε να χαρακτηρίζουμε χασούρες, έχουν πάντα και κέρδος μέσα τους, απλά είναι καλά μεταμφιεσμένο. Αυτό το έμαθα αργά και βασανιστικά.
Τώρα τα πρωινά κοιτάω έξω από το παράθυρο του τρένου, μετρώντας μέρες, αναπνοές, θέλω να κολλήσω το αυτί μου στις ράγες σαν τους Ινδιάνους, κι όταν ακούσω ήχο να στηθώ και να περιμένω.
Το μυαλό μου παίζει ταινία εικόνες της Ρώμης, το παζάρι που αγοράσαμε την αφίσα της Dolce Vita, το παγωτό με το περίεργο όνομα, οι πλανόδιοι στη Ναβόνα, η ουρά στο Βατικανό, κι εμείς να γελάμε, η Φλωρεντία εκτυφλωτική, όταν κουράζομαι, όλα αυτά με παρηγορούν. Ταινία και η Αγγλία μου, ο χειμώνας μου βαρύς, ασήκωτος, σαν να κουβαλούσα μαζί μου άλλους δέκα ανθρώπους και όλοι να ήθελαν κάτι που δεν μπορούσα να δώσω. Βράδι να κλαίω ακούγοντας Martha Wainwright, που ξάφνου μου φάνηκε δυσβάσταχτη και να μην θέλω να πω τίποτα σε κανέναν. Και τι να πεις; Μετά με αγκάλιασε, κάτσαμε ως αργά, στο βάθος 16 HP, άλλα λύσαμε, άλλα δέσαμε, έψαχνα να βρω αλλού ενώ όλα είναι μέσα μου. Στο αστείρευτο ορυχείο μου.
Κάθε μέρα που βγαίνεις από το σπίτι σου είναι ένα ρίσκο. Εκτεθειμένος από τη στιγμή που γεννήθηκες, μέχρι να καταλάβεις ότι όλοι είναι εξίσου εκτεθειμένοι, ακόμα και αν κρύβονται.
Φοράω ακουστικά, διαβάζω το βιβλίο μου στα αγγλικά, για να μη με ενοχλεί κανείς. Παρόλα αυτά, δεν τη γλιτώνω και κάποιος θα έρθει σε μένα για οδηγίες, για την ώρα, για παιχνίδι, για σοβαρά, για λέξεις, βλέμματα, ακυρώσεις, ματαιώσεις, μέλλοντες εξακολουθητικούς και τετελεσμένους, έστω και μην ξέροντας γιατί. Υπάρχει γιατί κι ας μην το ξέρεις.
Γιατί πήρα το τρένο εκείνη την Πέμπτη, γιατί μιλάμε και δεν καταλαβαινόμαστε, γιατί κοιταζόμαστε. Γιατί είδα κάτι σε σένα που δεν βλέπει κανείς, γιατί επιμένω, γιατί επιλέγω, γιατί φεύγω πια και δεν κοιτάω πίσω.
Γιατί εκείνο το βράδι σου άνοιξα την καρδιά μου και δεν φοβήθηκα, σε εκείνη τη βεράντα με θέα τη θάλασσα κλαίγαμε από τα γέλια πίνοντας μπύρες και στρίβοντας τσιγάρα έως αργά, γιατί δεν φοβήθηκα να έρθω να σου μιλήσω και να με κερδίσεις, γιατί ξέρεις που είμαι κι ας μη με ψάχνεις πια, γιατί ξέρω ότι υπάρχεις κι ας μην σε ξέρω πια.
Γιατί με ορισμένους ανθρώπους δεν ρωτάω πια γιατί.
<< Home