The boys of summer in their ruin
Παρέχω νυχτερινό καταφύγιο, με νύχια κόκκινα, γιατί έτσι μου αρέσει.
Κι αν δεν αντέχω να διαβάσω τίποτα πια, δεν με πειράζει.
Η ανάγνωση έρχεται μόνη της.
Όπως και τα περισσότερα πράγματα μας έρχονται, δεν τα προκαλούμε εμείς - πολύ θα το θέλαμε και είμαστε αρκετά εγωιστές για να αφήσουμε μια τέτοια ιδέα να επικρατήσει.
Βρέθηκα σε μια γειτονιά που είναι για μένα τόπος εγκλήματος.
Βέβαια η μέρα ήταν φωτεινή, δεν ήμουν μόνη - να, εκεί πίναμε καφέ σιωπηλοί, ανίκανοι να αλλάξουμε το παραμικρό. Τώρα βολτάρω με έναν καφέ στο χέρι, με τα καινούργια μου παπούτσια, γελάω πολύ, δεν φοβάμαι μη σε δω να εμφανίζεσαι από καμία γωνία. Αυτή η πόλη παραμένει δική μου, ακόμα κι εδώ, που ήταν η δική σου πλευρά. Τα βράδια που έφευγα προσπαθώντας να μην κλάψω μέσα στο ταξί. Τώρα απλώς θυμάμαι και ξέρεις, οι αναμνήσεις δεν χωράνε ενοχοποίηση. Απλώς υπάρχουν, πως να μην τις δεχτείς; σιγά μην νιώσω άσχημα που θυμάμαι.
Εντάξει, δεν θυμάμαι τα πάντα. Το παρελθόν πάει πακετάκι με την εξιδανίκευση, καταλήξαμε όσο έστριβα τσιγάρα, θυμάσαι μόνο τα καλά.
Ή επιλέγεις να μη θυμάσαι τίποτα. Αυτό ίσως να συμβαίνει μόνο με πράγματα που απλώς πια δεν σε ενδιαφέρουν, ούτε ως ανάμνηση.
Με την ανάμνηση έρχεται η αφήγηση. Εκείνος ο παρατατικός που λέει ο Μπαρτ, ο χρόνος της γοητείας που μέσα του παγιδεύονται όλα, καμιά φορά κι εμείς, μεταμορφωνόμαστε σε παρατατικό. Σε εκείνη την αιτιατική.
Μέχρι το παρόν να σε πλακώσει στις μπουνιές.
Ή απλώς να σου χαμογελάσει.
Μαθαίνω να πίνω ούζο εκ νέου. Οι φάτσες τριγύρω μου πιο φωτεινές κι από την Ακρόπολη το βράδι - πάντα κοντοστέκομαι όταν τη βλέπω, δεν ξέρω καν τι περνάει από το μυαλό μου, απλώς τη χαζεύω.
Γιατί θυμόσουν το κουτάκι για τα φιλτράκια, αν και έχει περάσει ένας χρόνος από τότε που το πήρα, εκείνο το σαββατοκύριακο που με σώσατε και γιατί δίπλα σας τα πράγματα κερδίζουν πόντους σημασίας, μιας και όσους πόντους κι αν κερδίσω, δεν πρόκειται να προχωρήσω στην επόμενη πίστα.
Is it the sea you hear in me, its dissatisfactions?
<< Home