λεγοντας πετρες
το αρχικό μουδιασμα διαδέχεται η αδιαφορία. και μετά, απλώς δεν μπορώ να νιώσω τίποτα συγκλονιστικό. σαν να έχω χάσει πια αυτή την ικανότητα. ουτε η αγανάκτηση δεν είναι πια ευγενές συναίσθημα.
μετά, πολλά γέλια γύρω από ένα μικρό πράσινο τραπέζι, τριγύρω σαν να μην υπάρχει κανείς. μονο εμείς και οι γρατσουνιές στην πλάτη μας, απόδειξη ότι μετράμε τον χρόνο και δοκιμάσαμε φτερά. κοιμάμαι στο καταφύγιο, φεύγω πάντα πρωί, έχει εκείνη τη δροσιά που μόνο σαββατο μπορεί να έχει και δεν ανησυχώ πια.
διαβάζω και ακούω λόγια που με καρφώνουν στο πάτωμα για να μη με πάρει ο αέρας, μου δίνουν σταθερότητα λίγο πριν πέσω ξερή από ναυτία. τόσες ασκήσεις να λύνω και τόσα λυσάρια να αναιρώ, πως γίνεται;
κι εκεί μέσα στην κάπνα, η συμμορία μαζεύεται και ονειρεύεται πάνω από κόκκινες μπύρες, ταξίδια που κρατάνε μια Δευτέρα και είναι αρκετά.
δεν κάνω χάρες σε κανέναν. νιώθω την ανάγκη να επιστρέφω εκεί, μέσα στους πάγους, στο happy place με τους πιγκουίνους που κάνουν τσουλήθρα στο fight club, and you open the door and you step inside. εκεί που υπάρχει ακόμα κάτι που να βγάζει νόημα. φαντάζομαι για όσο δεν φοβόμαστε να ανταλλάξουμε δύο κουβέντες με έναν άνθρωπο. στο κεφάλι μου οι λέξεις παίζουν κρυπτόλεξο.
λέγοντας πέτρες περπατώντας θάματα
φωνάζοντας: σώστε το παράλογο
το άλλο σας εντόσθιο που άρπαξε το σκυλί
και χάθηκε προς τα οινόφυτα του γαλαξία...
όλην τη νύχτα τουφεκούσες ένα φεγγάρι
κόκκινο
το πρωί σε βρήκανε μες στ' αποτσίγαρα
Έκτωρ Κακναβάτος
<< Home