Indian Summer
Τρίτη βράδι, στον Λυκαβηττό, οι Thievery Corporation είναι απλώς υπέροχοι σε ένα κατάμεστο θέατρο. Όλοι χορεύουμε, υπάρχει πολύ καλή ενέργεια, θετικό vibe, ένα απαλό αεράκι κι εγώ τόσο ευτυχής που έχω ξανά κοντά, αγορίστικα μαλλιά.
Την Τετάρτη, προλαβαίνω το καράβι στο τσακ. Απλώνω τα πόδια μου στα κάγκελα, βγάζω την μπλούζα μου, μένω με το μαγιό και αρχίζω την ηλιοθεραπεία. Φυσάει, η θάλασσα είναι μπλε σκούρα. Σίγουρα κάτι μαγικό κρύβεται από κάτω, κάτι υπέροχο και σκοτεινό, μια ολόκληρη ζωή, ένας κόσμος που κάνει τους ανθρώπους να γίνονται ναυτικοί. Καταφέρνω κι ανάβω τσιγάρο με τόσον αέρα. Ποιός θα ήθελα να είναι τώρα δίπλα μου; Αυτοί που χάθηκαν, αυτοί που έμειναν...timing, σύμπτωση, ή απλά έτσι ήταν να γίνει; Και τώρα; Με πόσους διασταυρώνομαι ακόμα, μην μπορώντας να ελέγξω τη σύγκρουση; Τελικά, μάλλον κανέναν δεν θα ήθελα. Μου αρέσει που είμαι μόνη μου, με χτυπάει ο ήλιος και με περιμένει το νησί.
Στο λιμάνι, με περιμένουν με το αυτοκίνητο, με πνίγουν στις αγκαλιές και ξεκινάμε για την παραλία. Κούνδουρος. Ξαπλώστρα, καφές, ήλιος καυτός, θάλασσα υπέροχη. Μοναδική σκέψη πόσες βουτιές θα κάνω. Γυρνάμε αργά στη Χώρα. Το βράδι έχει παντού τόσα πολλά αστέρια. Τόσα πολλά. Το βράδι για ποτάκια δίπλα στη θάλασσα. Στον δρόμο, η ερημιά αντηχεί τις κραυγές του Plant στο Whole lotta love που τινάζει τα ηχεία του αυτοκινήτου.
Στο τηλέφωνο η Lady Elle, σε απευθείας σύνδεση ενώ κοιτάω τις βουκαμβίλες. Μου λείπει. Σήμερα φυσάει πολύ, τη βγάζουμε στην αυλή με θέα τη Χώρα, πολλά στριφτά, καφεδάκι, συζήτηση για το αν μπορείς να μπαίνεις κάθε φορά στο τριπάκι, να ξεκινάς από την αρχή. Δεν ξέρω αν έχω το κουράγιο, το διαπιστώνω στην πορεία. Με παίρνουν τηλέφωνο οι φίλοι μου από τη Σίφνο και με ξεσηκώνουν για σαββατοκύριακο. Τόσες διακοπές χωρίς λεφτά πρώτη φορά κάνω στη ζωή μου. Όταν δούλευα και είχα λεφτά, πήγαινα σε ένα νησί, τώρα έχω πάει ήδη σε τρία νησιά...Μέσα στη νύχτα, με παίρνει τηλέφωνο η Τζάκι να κανονίσουμε τα ποτά της Δευτέρας. Κάπου σε θάλασσα, μου λέει, γιατί δεν αντέχω. Αντέχω εγώ;
Η παρέα μεγαλώνει – γελάμε στην αυλή, το βράδι μοχίτο δίπλα στη θάλασσα. Ξανά κουβέντες για τον έρωτα – βρε παιδιά, τους λέω, δεν ξέρω απ’ αυτά. Δεν θέλω κιόλας να ξέρω. Αν ξέρω, πως θα μάθω; Καλύτερα να μπω στη διαδικασία να μάθω, εκ νέου, γιατί αυτά που ήδη ξέρω, άστα....μένουν αποθηκευμένα μέσα στις νυχτερίδες-κι-αράχνες-γλυκιά-μου. Χάθηκε να πούμε για το φεγγαράκι που είναι μισό και κρεμασμένο πάνω απ’ το κεφάλι μας σαν Δαμόκλειος Σπάθη; Μου το είπε εκείνο το βράδι Απ’ τ’αυτί σου έπεσε ο ένας κρίκος τρύπιο επίχρυσο φεγγάρι. Ναι, έπεσε. Βοήθησε κι αυτός βέβαια...Τι να σκέφτομαι. Τα μισά της χιλιάδας. Τίποτα. Είμαι δίπλα στη θάλασσα με καλή παρέα, το μοχίτο πέτυχε, ανανέωσα το μαύρισμά μου, όλα εδώ είναι όμορφα, έχω να διαβάσω κανά δίμηνο για το διδακτορικό, δεν έχω δουλειά, τα χαρτιά μού βγάζουν ταξίδι μακρινό, κι εγώ στρίβω τσιγάρα για όλους. Μια σχεδόν ιδανική στιγμή.
Την άλλη μέρα τους προειδοποιώ: απομακρύνετε το ούζο από δίπλα μου, δεν θα μείνει τίποτα για εσάς. Και κάπως έτσι κάτω από τα δέντρα, με απλωμένα πόδια στις καρέκλες, ηλιοκαμένες και πεινασμένες, τσακίσαμε τα ουζάκια (κερασμένα από το μαγαζί) την ώρα που ο ήλιος έδυε. Το βράδι διαρκώς έσκαγε ένας δίσκος με σφηνάκια από το πουθενά, σ’ ένα υπέροχο σοκάκι ψηλά στη Χώρα. Δέντρα, άστρα (τόσα πολλά....), κουβέντες, σφηνάκια, πρόσωπα, λόγια. Καλοκαίρι. Λόγια. Θέληση ή έλλειψη αυτής. Ή και τα δύο. Ταυτόχρονα. Θέλω τόσα, στέκομαι ακίνητη στη θάλασσα. Λάθος τρόπος όταν χάνω το ενδιαφέρον μου και λίγο πριν.
Όταν έρχεται η τελευταία μέρα, δεν θέλεις να το πιστέψεις, μέχρι που αναγκαστικά πρέπει να μαζέψεις πράγματα. Εκεί καταλαβαίνεις ότι φεύγεις. Γι’αυτό μαζευτήκαμε οι εφτά και την αράξαμε στις ξαπλώστρες του Κούνδουρου, με μια καράφα σφηνάκια μπροστά μας, πολλές βουτιές, χάχανα, και τον ήλιο να σε χαϊδεύει μέχρι που σκας από ζέστη και πας για την 108η βουτιά. Δεν θέλω να φύγω. Να γυρίσω σε τι; Δεν θέλω να με φάει πάλι η οθόνη. Πάλι θα τη βγάλω με αιτιατική και αφήγηση, με μουσική, αναμνήσεις. Οι φίλοι μου ευτυχώς είναι ακόμα εδώ. Χτυπάει το τηλέφωνο κι ακούω να με φωνάζουν με ένα υποκοριστικό που αγαπάω πολύ. Μου γράφει γράμμα, λέει. Οι βότκες έπιασαν. Θα ανέβω σίγουρα Θεσσαλονίκη. Στο υπόσχομαι. Ακόμα κι αν έχω μόνο τα λεφτά για το τρένο. Μου λείπεις, θέλω να γίνουμε κουδούνι από τις ρακές νωρίς το απόγευμα και να τραγουδάμε Λένα Πλάτωνος, να κλαίω και να μη με ρωτάς γιατί, να με κοιτάς και να ξέρεις όσα οι άλλοι παλεύουν με ερωτήσεις.
Και το πλοίο της επιστροφής, στο τσακ το προλαβαίνω. Αφήνω τους άλλους μέσα και την αράζω έξω. Απλώνω ξανά την αρίδα μου. Το απόγευμα είναι γλυκό. Ο ήλιος έχει φωτίσει έναν δρόμο στη θάλασσα, στα αυτιά μου Gotan Project – το μπαντονεόν, κόσμημα από το παρελθόν.
Κλείνω τα μάτια. Κάπου μακριά, βαθιά μέσα στη θάλασσα, υπάρχει κάτι μαγικό, που με κρατάει ακόμα εδώ.
5 Comments:
Κάπου βαθιά μέσα στη θάλασσα υπάρχει κάτι που με κρατάει ακόμα ζωντανό.
Εν αναμονή της δικής μου απόδρασης...
τυχερή μαρκησία... ;) πάντα τέτοια...
Στο καλό μανάρι μου!
να περάσεις όμορφα, να καψαλίσεις το σκορπίστικο περίβλημά σου στον καυτό ήλιο και αν θυμηθείς φέρε μου μαστίχα ;-)
Αυτό σκοπεύω μανάρι μου!
κάτι θα γίνει και για μας τα φτωχαδάκια (τρία νησιά που έχω πάει μέχρι στιγμής δεν μου φτάσανε) ;-)
θα έρθω και θα δώσω ρεσιτάλ βλακείας just for you (αρκεί να με ποτίσετε αρκετά) καλό μου!
Τρία νησιά;;;
Τρία νησιά;;;
Η κα Μαρκησία έχει το θράσσος να αποκαλέι τον εαυτό της φτωχαδάκι και να διαλαλεί ότι έχει πάει σε τρία νησιά;
Μερικά κιλά μαστίχα στην κυρία και πολλά-πολλά μοχίτο στην επιστροφή!
Όσα αξίζουν σε μια Κυρία!
Δημοσίευση σχολίου
<< Home