Κι όμως, όλοι κάποτε κλάψαμε
Κάποιοι κλάψαμε κι εξαιτίας της.
Ακόμα μια αδιαμαρτύρητη γλώσσα δίχως γεύση μοιάζει η προσπάθειά μου να μιλήσω για αυτήν. Οι εξιστορήσεις της στέκουν σαν saga από τη Σκανδιναβία, γεμάτα άγνωστους ήρωες, αρπαγές και λεηλασίες στιγμών, φωτογραφικών φυτών, της ουσίας που θα δέσει το γλυκό.
Εγώ πεζή κι αυτή αστροπλόος, παρόλα αυτά γιορτάσαμε ρετρό τον έρωτα μαζί, ρετρό, αναδρομικά και υστερόχρονα, ταριχευμένο στη βιτρίνα με τα λεπιδόπτερα, τσαλαπατημένο στην άσφαλτο σαν σχολικό τετράδιο περσινής χρονιάς με ασκήσεις φυσικής άλυτες και ακατανόητες.
Εγώ στην κορφή του Αραράτ κι αυτή να με ρωτάει αν έκανα αυτοσυντήρηση. Άγρια κληρονομιά το βλέμμα της, πάνω από το τεράστιο πιάνο με την ουρά, ή την κονσόλα με τα κουμπάκια βαμμένη με τη λαδομπογιά από αίμα, κρατώντας την κόκκινη καρφίτσα, απειλώντας να σπάσει τη συστολή και τη διαστολή.
Δεν είμαι σίγουρη αν με αγαπάνε, γι’αυτό περιμένω να χτυπήσει το τηλέφωνο, σχίζω τα χαρτιά μου κι αυτή είναι σε μια παραλία τεράστια σαν το άπειρο των επιλογών, περιμένοντας την απογείωση της αναγκαστικής επιβίωσης.
Κορίτσι βιαστικό, στο εμπορικό κέντρο, περιμένοντας –έστω και παραμένοντας, ανυπότακτη στην επιτήρηση, μάρτυρας ειλικρινής, της λέω τα νέα μου ψιψίνα, αυτή μου διηγείται την ιστορία δύο τρένων που περνούν το ένα δίπλα στο άλλο χωρίς να συγκρουστούν και μετά καπνίζουμε σε μια ταράτσα της Υδρογείου. Αντίδοτο υπογείου η θέα στα υγρά τοπία και τα μάτια των παιδιών που κρατούν αδύναμα μπαλόνια, εγώ στο τρένο για Λονδίνο να ξέρω ότι τίποτα δεν μου είχε φανεί πιο αληθινό από ετούτη τη στιγμή, όσο κι αν με στέλνει πίσω. Της λέω με τρεις λέξεις το πολύ, τι έκανα όταν με αδικήσανε: για μια ώρα στο κρύο μιλούσα ξαφνικά ξεμέθυστη, συναρμολογώντας αυτά που είμαι σίγουρη γι’αυτά, γιατί δεν υπήρχε μυστήριο και το ήξερα εδώ και χρόνια. Πάντα ανίκανη η θέληση του ενός για τη σχέση των δύο.
Μετά έφυγε. Πήρε κι ένα βιβλίο μαζί της. Αυτό που έγραφε χωρίς να ξέρει. Ίσως να μην της άρεσαν οι άνθρωποι, αλλά έμεινε έκθετη στη ροή του δρόμου, χωρίς ποτέ να κινδυνεύσει.
Και θα στο ξαναπώ
Η φαντασία της υπερλειτουργεί
Μόνο φαντάσματα είδε εκεί.
Παραποίησε τη γραμματική.
Ακόμα μια αδιαμαρτύρητη γλώσσα δίχως γεύση μοιάζει η προσπάθειά μου να μιλήσω για αυτήν. Οι εξιστορήσεις της στέκουν σαν saga από τη Σκανδιναβία, γεμάτα άγνωστους ήρωες, αρπαγές και λεηλασίες στιγμών, φωτογραφικών φυτών, της ουσίας που θα δέσει το γλυκό.
Εγώ πεζή κι αυτή αστροπλόος, παρόλα αυτά γιορτάσαμε ρετρό τον έρωτα μαζί, ρετρό, αναδρομικά και υστερόχρονα, ταριχευμένο στη βιτρίνα με τα λεπιδόπτερα, τσαλαπατημένο στην άσφαλτο σαν σχολικό τετράδιο περσινής χρονιάς με ασκήσεις φυσικής άλυτες και ακατανόητες.
Εγώ στην κορφή του Αραράτ κι αυτή να με ρωτάει αν έκανα αυτοσυντήρηση. Άγρια κληρονομιά το βλέμμα της, πάνω από το τεράστιο πιάνο με την ουρά, ή την κονσόλα με τα κουμπάκια βαμμένη με τη λαδομπογιά από αίμα, κρατώντας την κόκκινη καρφίτσα, απειλώντας να σπάσει τη συστολή και τη διαστολή.
Δεν είμαι σίγουρη αν με αγαπάνε, γι’αυτό περιμένω να χτυπήσει το τηλέφωνο, σχίζω τα χαρτιά μου κι αυτή είναι σε μια παραλία τεράστια σαν το άπειρο των επιλογών, περιμένοντας την απογείωση της αναγκαστικής επιβίωσης.
Κορίτσι βιαστικό, στο εμπορικό κέντρο, περιμένοντας –έστω και παραμένοντας, ανυπότακτη στην επιτήρηση, μάρτυρας ειλικρινής, της λέω τα νέα μου ψιψίνα, αυτή μου διηγείται την ιστορία δύο τρένων που περνούν το ένα δίπλα στο άλλο χωρίς να συγκρουστούν και μετά καπνίζουμε σε μια ταράτσα της Υδρογείου. Αντίδοτο υπογείου η θέα στα υγρά τοπία και τα μάτια των παιδιών που κρατούν αδύναμα μπαλόνια, εγώ στο τρένο για Λονδίνο να ξέρω ότι τίποτα δεν μου είχε φανεί πιο αληθινό από ετούτη τη στιγμή, όσο κι αν με στέλνει πίσω. Της λέω με τρεις λέξεις το πολύ, τι έκανα όταν με αδικήσανε: για μια ώρα στο κρύο μιλούσα ξαφνικά ξεμέθυστη, συναρμολογώντας αυτά που είμαι σίγουρη γι’αυτά, γιατί δεν υπήρχε μυστήριο και το ήξερα εδώ και χρόνια. Πάντα ανίκανη η θέληση του ενός για τη σχέση των δύο.
Μετά έφυγε. Πήρε κι ένα βιβλίο μαζί της. Αυτό που έγραφε χωρίς να ξέρει. Ίσως να μην της άρεσαν οι άνθρωποι, αλλά έμεινε έκθετη στη ροή του δρόμου, χωρίς ποτέ να κινδυνεύσει.
Και θα στο ξαναπώ
Η φαντασία της υπερλειτουργεί
Μόνο φαντάσματα είδε εκεί.
Παραποίησε τη γραμματική.
1 Comments:
isos o apolitos imnos stin lena
Δημοσίευση σχολίου
<< Home