Δευτέρα, Ιανουαρίου 16, 2006

Fifteen minutes with you

Well, I wouldn’t say no.
Και γιατί να πω όχι;
Τα μάτια σου καίνε μέσα στη νύχτα, 2 μπουκάλια κρασί, για μικρόφωνο ένα γλειφιτζούρι και θυμόμαστε ακόμα το Papa don’t preach. Λόγος για χαρά, από εκείνη τη βραδινή, που βγαίνεις στους δρόμους αγκαζέ και την έχεις τόση ανάγκη, σχεδόν όση ο ναυαγός την ιδέα ενός καραβιού που περνά.
Γεμίζω ιδέες, αδειάζω κουράγιο. Και μετά, κάπου το βρίσκω. Όχι εκεί που το είχα αφήσει, αλλά κάπου κοντά.
Δρόμοι. Μηνύματα σωρηδόν, από νούμερα σβησμένα πια από τη μνήμη του κινητού – κι από τη δική μου. Αυτές οι δύο μνήμες καμιά φορά, ευτυχώς, συμπίπτουν. Σβήνω τηλέφωνα με ευκολία πια. Τηλέφωνα μέσα στη νύχτα, από ανθρώπους που δεν έχουν άλλο τρόπο να δείξουν ότι ακόμα είναι σε θέση να νιώσουν κάτι, εκτός από όταν έχουν καταναλώσει ικανές ποσότητες ουίσκι.
Κάποιες φορές αδυνατώ να συμμετάσχω κι αντί να πω «δεν θέλω», συμμετέχω λάθος, με λόγια που ούτε κι εγώ καταλαβαίνω αλλά παραδόξως βγάζουν κάποιο νόημα. Δεν έχω λεφτά κι αυτό με διευκολύνει ακόμα περισσότερο να τα ξοδέψω. Ακούω Devendra στα ακουστικά και για μια στιγμή, γυρνάω στην Αγγλία, το Μοναστηράκι μεταμορφώνεται σε ομιχλώδη επαρχία, το βήμα μου είναι ένα βήμα πάνω από το έδαφος, νιώθω ελαφριά. O Rufus τόσο δυνατά, που σκεπάζει τα κορναρίσματα στους δρόμους, όσο εγώ αισθάνομαι κάτι μεγαλειώδες να εκφράζεται, να μοιράζεται.
Στο Ποδήλατο αργά, γελάμε, με τα πόδια στην Ομόνοια, σε μια πόλη που είναι δρόμοι κυρίως, που την έκανα δρόμους κυρίως, δρόμους που με ενώνουν με όσους αγαπώ και με απομακρύνουν από πράγματα για τα οποία πλέον οι αντοχές μου είναι μειωμένες. Υπάρχουν διαστάσεις μέσα στα βράδια, κάπου εκεί προσπαθώ να χωθώ, σε μια κουζίνα στα Εξάρχεια μαγειρεύοντας, σε έναν καναπέ στον Λυκαβηττό, στα άδεια δρομάκια της Πλάκας Κυριακή με κρύο, στα όνειρα για την μητρόπολη, στην κραυγή του Jeff wait in the fire, wait in the fire, σε σένα που με προστατεύεις διαρκώς ενώ την ίδια στιγμή μου χώνεις τον καθρέφτη στα μούτρα, όπως ο Άμλετ στη Γερτρούδη, σ’ έναν καναπέ στο Θησείο. Είμαι ό,τι διάολο είναι αυτό που είμαι, τώρα, εδώ, ανά πάσα στιγμή, ίσως αξίζει μόνο που τολμάμε, όχι, τον Ταρκόφσκι τον επέστρεψα στο ντιβιντάδικο γιατί μετά θα αρρώσταινα, θα έπαιρνα τον υπερσιβηρικό να βρω τη Ζώνη. Τολμάμε ξέροντας τη δειλία μας – μας χτυπά στα μούτρα το βράδυ, μέσα στο ταξί, κι ευτυχώς ο ταξιτζής δεν ακούει Σπορ FM αλλά μπλουζιές στον Εν Λευκώ. Τα βράδια που θέλουμε απλώς μια αγκαλιά, χωρίς τίποτε άλλο, χωρίς after. Μας χτυπά στρίβοντας το τελευταίο (ή το πλησιέστερο στο τελευταίο) τσιγάρο της ημέρας, ή της νύχτας ή της νύχτας πριν γίνει μέρα (την ώρα του λύκου).
Κι αυτή η δειλία δεν είναι κακή. Τελικά αυτή μας δίνει το κίνητρο, όταν πολλά άλλα εκλείπουν. Φαντασιώνουμε την πανοπλία και το θεριό και ορμάμε, Άη Γιώργηδες εκτός εικονίσματος. Αυτή, και το πλέγμα των ανθρώπων, τα όσα λέγονται όχι τυχαία, τα όσα γίνονται όχι τυχαία, όσοι συναντάμε, όχι τυχαία, όταν έξω βρέχει, όταν μιλάς δυνατά και οι δίπλα στήνουν αυτί να ακούσουν τη συνέχεια, όταν νιώθεις καλά, χωρίς να σου έρχεται να πεις raise the shields. Το μέλλον θα μας βρει σαν ένα τρένο καταπάνω μας. Ίσως το μέλλον να μην είναι καν τρένο. Το πιθανότερο είναι πως δεν είναι τίποτα. Ο χρόνος είναι εν δυνάμει, το παρελθόν ένα συμπλήρωμα στο παρόν...δεν τα θυμάμαι και καλά (δεν θα σε εντυπωσιάσω με τις γνώσεις μου). Το σίγουρο είναι πάντως ότι μάλλον αξίζει, γιατί το περιμένει τόσος κόσμος. Αν είναι να μην έρθει, δεν θα ειδοποιήσει νωρίτερα; Να κανονίσουμε τίποτε άλλο αν είναι.
Απολογισμός του 2005: έχει άραγε σημασία; Ό,τι έγινε, έγινε. Ενδεχομένως και να ξαναγίνει (εκτός αν μαθαίνετε όλοι από τα λάθη σας, οπότε πάσο). Επίσης συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από την κυκλοφορία του The Queen is Dead (καθένας με τον πόνο του).
Κοιτάμε προς τα άστρα και τα ρωτάμε. Εσύ, με το βραδινό τηλέφωνο – δώσε κανά διμηνάκι να ευθυγραμμιστούν οι πλανήτες.
Η Λένα πάντα – υποδόριος σχολιαστής βιαστικών αστικών βημάτων, καθώς διασχίζεις την οδό Ακομινάτου, απωθημένο από όταν διάβαζες Γώγου, αιώνες πριν, και το όνομα αυτό σου είχε καρφωθεί γιατί τη φανταζόσουν να τριγυρνάει εκεί, μόνη.
Ποιός νοιάζεται για μυθοποίηση. Εδώ μιλάμε για καθημερινότητες. Και από αυτές γεννιούνται οι μύθοι του καθένα. Οι μύθοι και οι θρύλοι. Και μετά ο καθένας έχει την ευχέρεια της αποκαθήλωσης. Του εαυτού του, των άλλων. Και καμιά φορά, προτιμάς την ομιχλώδη περσόνα πίσω από τα στιχάκια, γνωρίζοντας ότι πιθανόν να είναι πιο συνηθισμένη κι από εσένα τον ίδιο.

I’ll never know what you’ve shown to other eyes
Go or go ahead and surprise me

7 Comments:

Blogger Ttallou said...

Well, that was quite nice to touch our souls...
Welcome back!

5:59 μ.μ., Ιανουαρίου 16, 2006  
Blogger xryc agripnia said...

Και εγω θα σταματησω να γκρινιαζω.
Καλημερα.

12:01 μ.μ., Ιανουαρίου 17, 2006  
Blogger nonplayer said...

10 μέρες κράτηση σε όποιον σε πείραξε! Έχεις κι εμένα τώρα!

6:35 μ.μ., Ιανουαρίου 17, 2006  
Blogger Μαρκησία του Ο. said...

@maiandros: I know I can count on you! ;-)

Ttallou, archive, γειά σας κι εσάς :)

12:30 μ.μ., Ιανουαρίου 18, 2006  
Blogger Sadie said...

Grafeis ksana!!! kai to blepw simera. Kati epathe to pc mou, patousa panw sta blog twn filwn kai mou ebgaze ayta pou eixate grapsei prin 1 mina! Kai elega, ti tous epiase olous kai den grafoun pia! Wspou simera eipa na patisw to Refresh. Kai -w tou thaymatos- oloi sinexisan na grafoun ki egw exw xasei tosa polla! Tis kalimeres mou, exw diabasma, se afinw!

1:00 μ.μ., Ιανουαρίου 18, 2006  
Blogger mindstripper said...

Ποιός νοιάζεται για μυθοποίηση. Εδώ μιλάμε για καθημερινότητες.

Τί ωραίο, τί ωραίο... Αλλά το πιο ωραίο είναι που μπορούμε και σε διαβάζουμε ξανά. At last. :-)
Φιλιά πολλά πολλά!

1:35 μ.μ., Ιανουαρίου 18, 2006  
Blogger drskafidas said...

welcome back my dearest!!!

6:31 μ.μ., Ιανουαρίου 18, 2006  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home

eXTReMe Tracker