
Είχα ακούσει και διαβάσει πάρα πολλά για την ταινία. Από τότε που είδα το τρέιλερ στην Αγγλία μέχρι τώρα, η φιλολογία ήταν οργιώδης. Ο καθένας, φυσικά, έβλεπε κάτι άλλο – η gay κοινότητα κυρίως, είχε βρει στην ταινία ένα είδος μανιφέστου.
Εδώ βέβαια στο Ελλάντα, έγινε μια προσπάθεια για down-tempo του gay χαρακτήρα της ταινίας, μήπως και βγει κανένας Χριστόδουλος κι αρχίσει να αφορίζει θεατές, ιδιοκτήτες αιθουσών κι εταιρείες διανομής. Την είδαν ως μια ιστορία αγάπης χωρίς φύλα, χωρίς σύνορα, και πάει λέγοντας.
Για να πούμε του στραβού το δίκιο, η ταινία δεν είναι γκέι γουέστερν. Δεν εγκαινιάζει κανένα νέο είδος. Δεν νομίζω ότι μετά απ’ αυτήν θα ξεπεταχτούν όλοι οι σκηνοθέτες να γυρίσουν ταινίες με τίτλο «Το σαλούν βάφτηκε ροζ» - ή whatever. Είναι μια ιστορία αγάπης, που διαδραματίζεται μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή σε ένα συγκεκριμένο τόπο. Ο Λι παίρνει τον Marlboro Man και του κάνει outing, σε μια εποχή που μπορεί να μην υπήρχε outing, αλλά υπήρχαν σίγουρα απωθημένα (όπως και σε όλες τις εποχές εξάλλου).
Πήγα, λοιπόν, κάπως προκατειλημμένη, σχεδόν σίγουρη γι’αυτό που θα έβλεπα. Επιφυλακτική κι έτοιμη να διαφωνήσω με τους διθυράμβους – ευτυχώς υπήρξαν και μερικές ψύχραιμες προσεγγίσεις της ταινίας και προσπάθησα να τις έχω υπόψη μου. Καθώς, όμως, η ταινία εξελισσόταν, και μέχρι το τέλος της, η κοιλιά μου είχε γίνει κόμπος, είχα στρίψει τσιγάρο στα σκοτεινά, τρέχοντας να το καπνίσω στο διάλειμμα, και μέχρι το τέλος, είχα δακρύσει, είχα κλάψει και φεύγοντας ήθελα αλκοόλ.
Η ταινία, γι’αυτό που θέλησε να πει, είναι πολύ όμορφη. Τα τοπία, η μουσική, το περιβάλλον βοηθούν στη δημιουργία ενός φυσικού σκηνικού – η φύση είναι πάντα το καλύτερο. Η πρωτοτυπία της έγκειται στο ότι μιλούν τα βλέμματα – σε μια βιομηχανία που έχει ξεχειλώσει από φλυαρία. Μιλούν οι σιωπές. Μιλά κυρίως η καρδιά. Ο Τζακ και ο Ένις είδαν
κάτι ο ένας στον άλλον – αυτό το
κάτι που δεν είδαν πουθενά αλλού στη ζωή τους, σε κανέναν άλλο άνθρωπο, αυτό το
κάτι που σε κάνει να μένεις πιστός στην εικόνα, στην ιδέα ενός ανθρώπου. Η αγάπη τους ήταν δυνατή. Πολύ δυνατή – τους έδινε κουράγιο να ζουν μέχρι την επόμενη φορά που θα βρισκόντουσαν. Κυρίως, ήταν απαγορευμένη. Αν απατούσαν τις γυναίκες τους με άλλες γυναίκες, δεν θα είχαμε θέμα ούτε ταινία.
Πρόκειται, άρα, για μια gay ταινία; Ο Τζακ πλήρωσε την επιλογή του με τον χειρότερο τρόπο. Επέλεξαν ο ένας τον άλλον, κόντρα στη «φυσιολογικότητα» που προσπάθησαν να χτίσουν, γιατί έτσι έπρεπε, γιατί έτσι ήθελαν ίσως και οι ίδιοι, για να μπορέσουν να υπάρξουν σε ένα σύνολο που θα τους έφτυνε αν μάθαινε την αλήθεια. Ίσως, όμως, αυτή η προσπάθεια να μην ήταν τελικά αρκετή. Γιατί ο ένας ήταν το πεπρωμένο του άλλου.
Στον βαθμό που η επιλογή γίνεται ανάμεσα στον έγγαμο βίο και στον παράνομο εραστή, ίσως να μπορούμε να μιλήσουμε για μια gay, ή έστω bi, ταινία. Αλλά και πάλι δεν ξέρω. Γιατί από ένα σημείο και μετά, θα μπορούσε να μιλάει και για δύο άλογα. Η αγάπη στο βλέμμα του Τζακ καθώς ο Ένις απομακρύνεται, ξεπέρασε το πλαίσιο της ιστορίας κι έγινε απλώς...
αγάπη. Από αυτή που όλοι θέλουμε να νιώσουμε μια φορά στη ζωή μας. Σε κάποιο σημείο ο Λι κατάφερε να δώσει στην αγάπη αυτή κάτι υπερβατικό, πέρα από τα φύλα. Δυστυχώς, όμως, δεν νομίζω ότι κατάφερε να αποτινάξει εντελώς την παράμετρο των φύλων.
Αν είσαι ανοιχτός και δεις την ταινία, θα δεις πράγματα που αποτελούν κλασικά στοιχεία κάθε ιστορίας αγάπης που σέβεται τον εαυτό της: παρανομία, ένταση, δυσκολία, υπερβατικότητα,
κραταιά ως θάνατος αγάπη. Κι αν έχεις αγαπήσει, σίγουρα θα δεις κάτι δικό σου.
Δεν ξέρω αν ο Λι κινείται επίτηδες στην πολύ λεπτή γραμμή ανάμεσα στο gay δράμα και στο δράμα σκέτο. Σίγουρα μπορεί τεστάρει τα συναισθήματα ενός πιθανού πουριτανού θεατή και τον αντιμετωπίζει στα ίσα. Δεν ξέρω πως μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει αυτή την ταινία ως προπύργιο/ όχημα/ παντιέρα για ο,τιδήποτε. Και στην τελική, ίσως δεν με αφορά κιόλας. Γιατί ως θεατής, είδα κάτι φτιαγμένο όμορφα, φτιαγμένο με μέτρο.
Ο Legder και ο Gylenhaal δίνουν μαθήματα καθαρής υποκριτικής γραμμής. Ο Ledger -τολμώ να πω- έχει μια ποιότητα Μπράντο στα νιάτα του (ο σκληροτράχηλος άντρας που δεν μιλά πολύ αλλά έχει αβύσσους συναισθήματος). Ο Gylenhaal, ίσως ο πιο συνειδητοποιημένος από τους δύο, παραδίνεται στην ιστορία. Το βλέμμα του είχε τη μεγαλύτερη καψούρα που έχω να δω σε κινηματογραφικό βλέμμα εδώ και πολύ καιρό. Οι γυναικείοι ρόλοι επίσης δοσμένοι με αποτελεσματικότητα.
Σκηνές: Ο Ένις βγάζει άναρθρες κραυγές, κλαίει, χτυπά το χέρι του στον τοίχο, γονατιστός στο δρόμο, όταν τελειώνει το πρώτο τους καλοκαίρι. Το φιλί στην εξώπορτα. Ο Ένις αγκαλιάζει το πουκάμισο του Τζακ. Ο Τζακ λέει «Μακάρι να ήξερα πως να σε αφήσω».