Παρασκευή, Ιανουαρίου 27, 2006

Έπαιξες κι έχασες


Είδα και την ταινία του Γούντι Άλεν.
Τόσοι διθύραμβοι...είχα περιέργεια.

Αν δεν ήταν δική του η ταινία, θα λέγαμε ότι είναι μια καλή πρώτη ταινία ενός νέου δημιουργού.
Είναι, όμως, δική του. Μια ταινία χωρίς τις συνήθεις νευρώσεις, τις συνήθεις ατάκες (με εξαίρεση κανά δυό), χωρίς τη Νέα Υόρκη.
Το Λονδίνο υπέροχο, φυσικά. Προσεκτικά επιλεγμένα χρώματα, η όπερα που ακούγεται στο βάθος δίνει μια θεατρικότητα, κάτι τελεσίδικο στα όσα συμβαίνουν.
Ο Rhys-Mayers, με το ψυχρό βλέμμα, του αποφασισμένου αριβίστα, που τελικά πιάνεται στη δική του παγίδα και πανικοβάλλεται. Πιασμένος σε αυτό που έλεγε ο Κίρκεγκωρ είτε παντρευτείς, είτε όχι, θα το μετανιώσεις, γιατί συνήθισε τις ανέσεις, όπως εξομολογείται στον φίλο του. Δεν μπορεί να θυσιάσει τη ζωή για χάρη της οποίας θυσίασε τόσα πολλά. Τελικά, βέβαια, θυσιάζει τη δική του.
Η Γιόχανσον, για άλλη μια φορά, επίπεδη. (Σόρι, αλλά δεν είμαι φαν της. Τη βρίσκω ανέκφραστη, ψυχρή και υπερτιμημένη). Η Νόλα, όμως, ο χαρακτήρας της, είναι αυτή που πυροδοτεί το δράμα. Αυτά που αντιπροσωπεύει.
Καλό το twist, δε λέω. Έξυπνο. Αλλά ως εκεί...
Κυνικός ο τζαζίστας. Πολύ κυνικός. Δεν υπάρχει, όμως, έγκλημα χωρίς τιμωρία. Ακόμα κι αν τιμωρία δεν είναι η φυλακή είναι μόνο μια ζωή γεμάτη Ερινύες. Φαντάσματα που έρχονται στην κουζίνα σου. Αν και αμφιβάλλω αν θα πήγαιναν ξανά στην κουζίνα του Κρις.
Ίσως τελικά είναι καλύτερο να είσαι τυχερός παρά σπουδαίος (;)

Τετάρτη, Ιανουαρίου 25, 2006

Clouds in my coffee

Μιας και γίναμε Νορβηγία, πάρτε κι ένα τραγουδάκι από τα μέρη εκείνα, τα μακρινά και κρύα

Lift Me

(κατόπιν ευγενικών οδηγιών archive και της mindstripper)

Πολύ κρύο, πολλές κούπες τσάι, οι διαφορές ανάμεσα στα είδη αναγνωστών, πολλή μουσική, ένα συνέδριο, εισητήρια για το θέατρο, τηλέφωνα, ξανά τα βιβλία στοιβάζονται, μάζεψα χιόνι από τη βεράντα μου και την πέταξα στον ακάλυπτο.
Αν θυμάμαι καλά, είχε χιονίσει όταν ήμουν στο Δημοτικό - δεν ξέρω ποιά χρονιά. Με θάμβος κοίταζα έξω από το παράθυρο.
Χτες το βράδι στο ραδιόφωνο, κάποιος έβαλε το Half of everything. Μου φάνηκε αιώνες πριν όταν το άκουσα για πρώτη φορά. Και όσα μου είπε τότε, μου είπε και τώρα, μάλλον εξ αντανακλάσεως. Μου αρέσει ο Lloyd Cole.
Μου αρέσεις κι εσύ, που σκουπίζεις τα δάκρυά μου όταν κλαίω. Κι εσύ, που δέχεσαι τις αναίτιες εκρήξεις μου. Κι εσύ, που μπορείς πάντα να με κάνεις να γελάω, με το τίποτα.
Ώρα για τσιγάρο. Με την μπαλκονόπορτα ανοιχτή, στο χιόνι.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 23, 2006

Αστροπλόοι και πεζοί

Σάββατο βράδι, οι ομορφότερες φάτσες Αθηνών και περιχώρων, απέναντί μου, δίπλα μου. Αυτές που με παρηγορούν. Αυτές που με αλαφραίνουν. Αυτές που έχω στην καρδιά μου. Οι απώλειες της βραδιάς αναμένονται για επαναληπτικό γύρο.
Αργά, αλλά σταθερά το νιώθω - σαν μετακίνηση τεκτονικής πλάκας κάπου στο βάθος, εκεί που τίποτε άλλο δεν κινείται. Εκεί που δεν βρίσκω καταφύγιο ούτε στα βιβλία, ούτε στις μουσικές, ούτε καν σε ένα λευκό χαρτί - που επιστρέφει εκείνο που ήμουν -, ίσως μόνο σε μάτια φλογερά, και τα μάτια και η φωτιά, δεν γίνεται αλλιώς. Σε αυτό το βάθος, κάνω προσπάθειες να αφουγκραστώ την επιφάνεια, χωρίς αναπνευστήρα. Τα αυτιά μου βουίζουν, η πίεση του βάθους δεν με ενοχλεί, τα μάτια μου ζητούν άλλου είδους όραση, εκείνη που είναι ασκημένη στα βάθη και το φως του ήλιου τα ενοχλεί.
Επιτέλους χειμώνιασε κι εδώ. Μου αρέσει να παίρνω το τρένο και να έρχομαι να σε βρω.
Ακούγομαι... ή μήπως εγώ δεν μπορώ πια να μιλήσω; Μήπως εσύ με ακούς αλλά...εγώ δεν με ακούω;
Σπασμένος δίσκος νιώθω, αλλά ούτε στη σιωπή δε χωράω πια, ή με διώχνει κι αυτή. Καμιά φορά απλά έτσι είναι. Το ξέρεις.
Μέχρι την άλλη φορά, που κάτι δίπλα μου θα αστράψει. Αυτόνομο και πλήρες. Σαν ένα ξημέρωμα.

Μέσα απ' τα χέρια μας γλίστρησε η γνώση....

Τετάρτη, Ιανουαρίου 18, 2006

It's a fire


Από σένα άκουσα πρώτη φορά ονόματα που δεν ήξερα και μετά με στοίχειωσαν.
Πολλά ονόματα. Δημητριάδης, Χειμωνάς, Νίτσε, Μπαρτ, Μπατάιγ, Φουκώ.
Ένα ένα μου τρυπάγαν το μυαλό. Και τους χειμώνες.
Εκείνη η στιγμή που πολλοί παρακαλάνε να τους συμβεί, μου συνέβη μαζί σου. Illumination. Έκλαμψη, επιφώτιση, η στιγμή που ο άξονας του σύμπαντος σταματάει να τρίζει. Η στιγμή που αλλάζει όλες τις στιγμές που θα έρθουν. Που ζητάει δικαίωση από όλες τις στιγμές που θα έρθουν.
Τα χρόνια πέρασαν, μετά την αρένα με τα λιοντάρια και ασπίδα τα Αποσπάσματα, πίνοντας κρασιά με τους άλλους, ψάχνοντας το βλέμμα μου στο πλήθος, ψάχνοντας το δικό σου παντού. Με τις αναγνώσεις, τις διαρκείς, να κλαίω γιατί έγινα παρατατικός, σε παρακολουθούσα έκθαμβη, ήθελα να σε κλέψω, εσύ κλεφτά με προστάτευες ακόμα κι από μένα την ίδια. Με ασκήσεις πίστης, κεριά που καίγονται πάνω στο χέρι μας, ασκήσεις γραφής, κώδικα που ξέραμε οι δυό μας, τα έργα τα μεγάλα που γι'αυτά γεννήθηκες δεν τα τολμάς, πάντα μαθητευόμενη μαζί σου. Σινεμά, θέατρα, μπαρ, το βράδι που μέθυσα φριχτά και με περιέθαλψες μέχρι ο κόσμος να σταματήσει να γυρίζει μόλις έκλεινα τα μάτια μου. Τα τηλέφωνα. Οι λέξεις. Η επιμονή. Στον Λυκαβηττό, με Portishead, να καπνίζουμε. Αδύνατο να κρυφτώ από τα μάτια σου. Κι ας είχα να τα δω τόσον καιρό.
Κι εσύ εδώ. Κι εγώ εδώ.
Για όσο αυτή η μηχανή είναι δική μου.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 16, 2006

Fifteen minutes with you

Well, I wouldn’t say no.
Και γιατί να πω όχι;
Τα μάτια σου καίνε μέσα στη νύχτα, 2 μπουκάλια κρασί, για μικρόφωνο ένα γλειφιτζούρι και θυμόμαστε ακόμα το Papa don’t preach. Λόγος για χαρά, από εκείνη τη βραδινή, που βγαίνεις στους δρόμους αγκαζέ και την έχεις τόση ανάγκη, σχεδόν όση ο ναυαγός την ιδέα ενός καραβιού που περνά.
Γεμίζω ιδέες, αδειάζω κουράγιο. Και μετά, κάπου το βρίσκω. Όχι εκεί που το είχα αφήσει, αλλά κάπου κοντά.
Δρόμοι. Μηνύματα σωρηδόν, από νούμερα σβησμένα πια από τη μνήμη του κινητού – κι από τη δική μου. Αυτές οι δύο μνήμες καμιά φορά, ευτυχώς, συμπίπτουν. Σβήνω τηλέφωνα με ευκολία πια. Τηλέφωνα μέσα στη νύχτα, από ανθρώπους που δεν έχουν άλλο τρόπο να δείξουν ότι ακόμα είναι σε θέση να νιώσουν κάτι, εκτός από όταν έχουν καταναλώσει ικανές ποσότητες ουίσκι.
Κάποιες φορές αδυνατώ να συμμετάσχω κι αντί να πω «δεν θέλω», συμμετέχω λάθος, με λόγια που ούτε κι εγώ καταλαβαίνω αλλά παραδόξως βγάζουν κάποιο νόημα. Δεν έχω λεφτά κι αυτό με διευκολύνει ακόμα περισσότερο να τα ξοδέψω. Ακούω Devendra στα ακουστικά και για μια στιγμή, γυρνάω στην Αγγλία, το Μοναστηράκι μεταμορφώνεται σε ομιχλώδη επαρχία, το βήμα μου είναι ένα βήμα πάνω από το έδαφος, νιώθω ελαφριά. O Rufus τόσο δυνατά, που σκεπάζει τα κορναρίσματα στους δρόμους, όσο εγώ αισθάνομαι κάτι μεγαλειώδες να εκφράζεται, να μοιράζεται.
Στο Ποδήλατο αργά, γελάμε, με τα πόδια στην Ομόνοια, σε μια πόλη που είναι δρόμοι κυρίως, που την έκανα δρόμους κυρίως, δρόμους που με ενώνουν με όσους αγαπώ και με απομακρύνουν από πράγματα για τα οποία πλέον οι αντοχές μου είναι μειωμένες. Υπάρχουν διαστάσεις μέσα στα βράδια, κάπου εκεί προσπαθώ να χωθώ, σε μια κουζίνα στα Εξάρχεια μαγειρεύοντας, σε έναν καναπέ στον Λυκαβηττό, στα άδεια δρομάκια της Πλάκας Κυριακή με κρύο, στα όνειρα για την μητρόπολη, στην κραυγή του Jeff wait in the fire, wait in the fire, σε σένα που με προστατεύεις διαρκώς ενώ την ίδια στιγμή μου χώνεις τον καθρέφτη στα μούτρα, όπως ο Άμλετ στη Γερτρούδη, σ’ έναν καναπέ στο Θησείο. Είμαι ό,τι διάολο είναι αυτό που είμαι, τώρα, εδώ, ανά πάσα στιγμή, ίσως αξίζει μόνο που τολμάμε, όχι, τον Ταρκόφσκι τον επέστρεψα στο ντιβιντάδικο γιατί μετά θα αρρώσταινα, θα έπαιρνα τον υπερσιβηρικό να βρω τη Ζώνη. Τολμάμε ξέροντας τη δειλία μας – μας χτυπά στα μούτρα το βράδυ, μέσα στο ταξί, κι ευτυχώς ο ταξιτζής δεν ακούει Σπορ FM αλλά μπλουζιές στον Εν Λευκώ. Τα βράδια που θέλουμε απλώς μια αγκαλιά, χωρίς τίποτε άλλο, χωρίς after. Μας χτυπά στρίβοντας το τελευταίο (ή το πλησιέστερο στο τελευταίο) τσιγάρο της ημέρας, ή της νύχτας ή της νύχτας πριν γίνει μέρα (την ώρα του λύκου).
Κι αυτή η δειλία δεν είναι κακή. Τελικά αυτή μας δίνει το κίνητρο, όταν πολλά άλλα εκλείπουν. Φαντασιώνουμε την πανοπλία και το θεριό και ορμάμε, Άη Γιώργηδες εκτός εικονίσματος. Αυτή, και το πλέγμα των ανθρώπων, τα όσα λέγονται όχι τυχαία, τα όσα γίνονται όχι τυχαία, όσοι συναντάμε, όχι τυχαία, όταν έξω βρέχει, όταν μιλάς δυνατά και οι δίπλα στήνουν αυτί να ακούσουν τη συνέχεια, όταν νιώθεις καλά, χωρίς να σου έρχεται να πεις raise the shields. Το μέλλον θα μας βρει σαν ένα τρένο καταπάνω μας. Ίσως το μέλλον να μην είναι καν τρένο. Το πιθανότερο είναι πως δεν είναι τίποτα. Ο χρόνος είναι εν δυνάμει, το παρελθόν ένα συμπλήρωμα στο παρόν...δεν τα θυμάμαι και καλά (δεν θα σε εντυπωσιάσω με τις γνώσεις μου). Το σίγουρο είναι πάντως ότι μάλλον αξίζει, γιατί το περιμένει τόσος κόσμος. Αν είναι να μην έρθει, δεν θα ειδοποιήσει νωρίτερα; Να κανονίσουμε τίποτε άλλο αν είναι.
Απολογισμός του 2005: έχει άραγε σημασία; Ό,τι έγινε, έγινε. Ενδεχομένως και να ξαναγίνει (εκτός αν μαθαίνετε όλοι από τα λάθη σας, οπότε πάσο). Επίσης συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από την κυκλοφορία του The Queen is Dead (καθένας με τον πόνο του).
Κοιτάμε προς τα άστρα και τα ρωτάμε. Εσύ, με το βραδινό τηλέφωνο – δώσε κανά διμηνάκι να ευθυγραμμιστούν οι πλανήτες.
Η Λένα πάντα – υποδόριος σχολιαστής βιαστικών αστικών βημάτων, καθώς διασχίζεις την οδό Ακομινάτου, απωθημένο από όταν διάβαζες Γώγου, αιώνες πριν, και το όνομα αυτό σου είχε καρφωθεί γιατί τη φανταζόσουν να τριγυρνάει εκεί, μόνη.
Ποιός νοιάζεται για μυθοποίηση. Εδώ μιλάμε για καθημερινότητες. Και από αυτές γεννιούνται οι μύθοι του καθένα. Οι μύθοι και οι θρύλοι. Και μετά ο καθένας έχει την ευχέρεια της αποκαθήλωσης. Του εαυτού του, των άλλων. Και καμιά φορά, προτιμάς την ομιχλώδη περσόνα πίσω από τα στιχάκια, γνωρίζοντας ότι πιθανόν να είναι πιο συνηθισμένη κι από εσένα τον ίδιο.

I’ll never know what you’ve shown to other eyes
Go or go ahead and surprise me
eXTReMe Tracker